Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.
- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!
Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.
- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.
(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.
- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Got a better definition? Add it!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού man (άνδρας). Χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση, όπως τα δικέ μου, παιχταρά μου, αρχηγέ μου κτλ. Η ευρεία χρήση του στη νεοελληνική δικαιολογείται από τη δημοτικότητα του μαύρου lifestyle, της «μαύρης» μουσικής (hip hop, rap) και του MTV.
Πού 'σαι ρε μαν;
Και δε μου λες ρε μαν...
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.
-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;
Got a better definition? Add it!
Ο χαοτικός (πάνκης) ή απλά χαοτικός, έχει το ίδιο νόημα με τον κατσαπάνκη: άτομο που ζει για μπύρες, βία και σεξ (αν τύχει).
Έχει την στερεότυπη εικόνα του πάνκη (μοϊκάνα, καρφιά, κ.λπ.) για να εδραιώνει καλύτερα την συμπεριφορά του. Τον συναντάς σε πανκ συναυλίες ή σε πλατείες. Κοινωνικός προβληματισμός του είναι η αστυνομία. Γενικά είναι άτομο αδιάφορο για τα πάντα, εκτός και αν κάποιος κάνει το λάθος και κριτικάρει τα αγαπημένα του πανκ συγκροτήματα.
Πλάκωσαν χαοτικοί κι άρχισαν να σπρώχνουν τον κόσμο, να σπάνε μπουκάλια και να βρίζουν.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified