Η φράση σημαίνει «πάλι τα ίδια;» και εκφράζει τη δυσφορία του ομιλητή για την ολική επαναφορά ενός δυσάρεστου ή εκνευριστικού ζητήματος το οποίο είχε θεωρηθεί λήξαν.
Η φράση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα κουκιά ήταν εξαιρετικά κοινή τροφή μέχρι και πρόσφατα στον Ελλαδικό χώρο, σε σημείο αηδίας.
Νόμιζα ότι η φράση ήταν Κρητική αλλά φαίνεται να έχει ευρύτερη διάδοση.

(Μην ξεχνάμε άλλωστε- από τις 15 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Νοεμβρίου - διανύουμε τον μήνα Πυανεψιώνα (πύανα = κύαμοι = κουκιά) των Αρχαίων Αθηναίων).

  1. Πάλι… κουκιά μαγειρεύουν του Τσιτουρίδη. Τη μια πλήρωσε για τη μετεγγραφή του γιου του, τώρα… φταίει για τον αδελφό του, γιατί ως δήμαρχος Νέας Χαλκηδόνας ...
    (από το....Παρόν της Κυριακής)

  2. - Συνάδελφοι, να θέσω το ζήτημα της καθαριότητας των χώρων... Νομίζω ότι αν όλοι και όλες αναλάβουμε....
    - Ω ρε Ξένια, πάλι κουκιά; Να πληρώσει ο μαλάκας ο Σπαγκάι Λάμα να έρχεται καθαρίστρια πιο συχνά, εγώ καλά καλά δε σφουγγαρίζω σπίτι μου, θα σφουγγαρίσω το γραφείο... ΧΕΣΕ ΜΑΣ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη έκφραση από την Δ. Κρήτη που σηματοδοτεί τα μεγάλα κομμάτια σε μεθύσια... Προφέρεται με βαριά προφορά και απευθύνεται στον κεραστή, όταν πια δεν έχει καμία σημασία το είδος του οινοπνεύματος αλλά μόνο η συγκεκριμένη δοσολογία (κατοστάρες κι απάνω).

Μρε Ρούσιο, ίντα να σου βάλω; Ουίσκι γ-ή...
- Ό,τι βάλεις πάει, Κωστή.... δε θωρείς απού 'μαστε ντίπι χεσμένοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή φράση -συνοδευτική τσαμπουκάδων στην Κρήτη. Σημαίνει «με βλέπεις που σε βλέπω;» και αποτελεί α. την τελευταία φράση πριν το σημείο χωρίς επιστροφή ή
β. μια τελευταία ευκαιρία στον άλλο να λακίσει
πριν τα μπουκέτα και τα κατακαυκαλίδια αρχίσουν να προσγειώνονται σε μάπες.

Ο χρήστης επιχειρεί να εγκαθιδρύσει eye contact με τον συνομιλητή καθώς στην ίριδα του πρώτου σκιαγραφείται με απόλυτη καθαρότητα το μέγεθος της μαλακίας του τελευταίου.
Συνοδεύεται από άλλες φράσεις όπως «μίλιε όμορφα (=θα μιλάς ωραία, στα Θεσσαλονικώτικα: θα μιλλλάς καλλλά), και πολλά άλλα...
Τελικά, χρησιμοποιείται και απλά ως προειδοποίηση όταν light μαλακίες φαίνονται στον ορίζοντα, και σημαίνει από την πλευρά του χρήστη ένα κατηγορηματικό »όι«.

  1. - Ρε μαλάκα, τί σού 'κανε το κοπέλι και το βρίζεις; - Τι τι ρε μα.... - Με θωρείς που σε θωρώ ρε μαλάκα; Μην του ξαναγγίξεις, γιατί θα σε μισερώσω, το κατάλαβες;

  2. - Δανείζομαι την κάμερα γι' απόψε, έτσι; Καληνύχτα δικέ μ... - Έεεεεπ - Τι έεεπ; - Με θωρείς που σε θωρώ;... Είδες κι εσύ κάμερα και χάρηκες....

(από nick, 17/09/08)(από xalikoutis, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε σημαίνει απλά "εγώ είμαι οπαδός του Ο.Φ.Η." αλλά, σε κάργα ομιλjήτικες(1) συνοικίες του Ηρακλείου, όπως τα Καμίνια, σημαίνει είμαι ντόμπρος, παντελονάτος και λογοτιμήτης άθρωπος.

Είναι, δηλαδή, παραπλήσιο αλλά και διαφορετικό από το βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο ΠΑΟΚ είσαι. Διαφορετικό, επειδή το "ΠΑΟΚ είσαι" σημαίνει περισσότερο ότι δεν πρέπει να λιποψυχάς στα δύσκολα, το νόημα είναι στον ΜΠΑΟΚ αφού...ενώ εγώ' μαι ΟΦΗτζής σημαίνει πως διεκδικώ ένα είδος αξιοπιστίας επικαλούμενος την εντοπιότητα-συμβατικότητα των προτιμήσεών μου στο τοπικό πλαίσιο - κάτι λίγο σαν το κούτελο δηλαδή. Παραπλήσιο, από την άλλη, είναι το νόημα των φράσεων σε βορρά και νότο, επειδή είτε ΟΦΗτζής είτε ΠΑΟΚτζής, το να το δηλώνεις έχει τον ηρωισμό του μη ξεπουλήματος στο ΠΟΚ. Αλλά κυρίως, επειδή είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΠΑΟΚ ως ψυχική εφεδρεία, είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΟΦΗ ως απόδειξη αξιοπιστίας, και στις δυο περιπτώσεις επικαλείσαι την ομάδα ως έσχατη καταφυγή, μοναδική και απαράγραπτη, σε καταστάσεις που ή αν είσαι άνθρωπος για τον οποίο γενικά η ψυχική αντοχή και η τιμή είναι πρόβλημα.

Φιλαράκι, δε σε παίζω(2), εγώ' μαι ΟΦΗτζής!


(1) Ομιλήτης=επίσημο προσωνύμιο των οπαδών του ΟΦΗ.

(2) παίζω = κοροϊδεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ ηλίθια φράση που γνωρίζει εδώ και κάποιο καιρό διάδοση στην Κρήτη και ακούγεται αρκετά στο ξεκούδουνο. Η φράση προέρχεται από την εξής εντελώς σκυλαδονταλκαδιάρικη ω' διαλογής μαντινάδα του Ζερβάκη,

αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω
έχω πολλά παράπονα θέλω να τραγουδήσω

που ακριβώς λόγω του ότι συνδυάζει
- πρωτευουσιάνικες λέξεις όπως το «εκφραστώ»
- πρωτευουσιάνικα νοήματα, όπως την ελευθερία της έκφρασης
- νταλκαδιάρικο και πολλά βαρύ αίσθημα
- το ψευτοκουλτουρέ παραδοσιακό/έντεχνο μοτίβο του ανθρώπου που αναπνέει μέσα από το τραγούδι του
- το μοτίβο του περπατημένου αδικημένου λεβέντη
- μηδέν ποιότητα

αποκρυσταλλώνει αυτή τη σχιζοφρενική γυφτομπαρόκ αισθητική που τόσο αρέσει στους Κρητικούς και τους συμπαθούντες τελευταία.....

Η φράση φυσικά ως έχει δεν είναι σλανγκ. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η μαντινάδα αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης, προσφέρεται για την καφρίλα γκαρίζω για σπάσιμο, για πλάκα, επειδή απλά είμαι φωνακλάς και έχω κέφια.....έτσι, όταν λέγεται όχι απλά δυνατά, αλλά γκαριχτά, με προφορά λυράρη, και με κλιμάκωση προς την έκσταση, ειδικά συνοδεία αλκοόλ, είναι μια καφρίλα πρώτης γραμμής.

Μανώλης μπάινει στο δωμάτιο όπου οι φίλοι του ψωλαρμενίζουν αφηρημένοι στον υπολογιστή

- Ρε κοπέλια να σας πω κάτι, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΤΩ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΖΗΣΩ!!!
- Σκάσε ρε Μαλάκα να ' ουμ στ' αφτιά μου μέσα γκαρίζεις....
- Τι γκαρίζεις ρε μαλάκα, πιωμένος είσαι πάλι....

θεός (από xalikoutis, 29/10/08)ο δίσκος μου κυκλοφορεί από την PRIVATE  (από xalikoutis, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πετά κανείς πέτρες (εναντίον μη ζωντανού στόχου) είναι μια πανάρχαια, αλλά και κατασυκοφαντημένη ανθρώπινη συνήθεια. Ας ξεκινήσουμε διευκρινιστικά:

Αν και ανεπίκαιρο, φανταστείτε τον εαυτό σας ωραίο σαν Έλληνα, στην ομορφότερη και ερημικότερη παραλία της Ιφκίνθου (ας την ονομάσουμε Αλιθιές***) να σουρουπώνει ονειρικά, κι εσείς στην παραλία να πετάτε ανέμελα **βοτσαλάκια στο περιγιάλι, να πετυχαίνετε 15 γκελάκια, ενώ από την καβάτζα να ακούγονται τα χάχανα των δύο άψογων εξωτικών ψωλέτων με τα οποία περνάτε τις καλύτερες μέχρι τώρα διακοπές της ζωής σας, μοιραζόμενοι τα πάντα (προσαρμόστε το παράδειγμα στις προτιμήσεις σας, προσθαφαιρώντας γκελάκια και γελάκια). Το φανταστήκατε;
Καμία Σχέση

Με εξαίρεση την παραπάνω κατάσταση, το πέταγμα πέτρας ήταν και είναι η πλέον ταπεινή δραστηριότητα, μια εκτόνωση χωρίς νόημα αφού προσφέρει: - είτε τον πιο δειλό και απελπισμένο εξορκισμό αρνητικών συναισθημάτων και προσωπικών δαιμονίων, όταν κάθε άλλη αντίδραση έχει αποκλειστεί
- είτε την πιο ανούσια διασκέδαση της πλήξης, όταν κάθε άλλη έχει αποκλειστεί, εννοείται.

Εξ ου και το «πετραδίζειν» όπως λέγεται στην Δ. Κρήτη είναι η πλέον παλιά έκφραση για την περιγραφή της κατάστασης του κωλοβαρέματος ή ψώλινγκ, της σαπίλας, ειδικά του αργόσχολου και του... κουτού. Έτσι, αν και πέτρες στα αστικά κέντρα δεν υπάρχουν πια, στη σλανγκ με πετσακο-επιρροές, η ερώτηση «πετραδίζεις;» είναι συνώνυμη του «πάλι ψωλαρμενίζεις/κωλοβαράς/κοπρίζεις; Ή, πιο σωστά, είναι απόκριση σε κάποιον που εμφανώς τον παίζει και από πάνω λέει και μαλακίες (βλ. παράδειγμα).

Ειδικά στο Ν. Χανίων, το πετραδίζειν έχει συνδεθεί με ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής, αλλά δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε τόσο.

*εκ του: «αναληθείς λίθοι», με καθίζηση.

- Κωστή, ακόμα μπουρδέλο είναι εδώ μέσα... κάνε και καμιά δουλειά ρε κουμπάρε...
- Μαααα, κάνω...
- Ρε συ Κωστή, πετραδίζεις να 'ούμε; Για σύνελθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορεσίβια έκφράση από Κρήτη, που σημαίνει «τον ακουμπούσε (έθετε) ο ένας στον άλλο».

Ολόκληρη η φράση ακούστηκε σε καφενείο της Κρήτης τότε με το κότερο Ψινάκη, Λαζόπουλου κλπ. Επειδή τα κανάλια τα λέγανε απ' έξω απ' έξω (τέλος πάντων), κάποιος στο καφενείο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, κι έτσι ένας άλλος ανέλαβε να του εξηγήσει λέγοντας: «ντα μπουνταλάς είσαι μωρέ; έκεια τσ' είχενε μαζωμένους [ο ιδιοκτήτης του κοτέρου] και τσι μαστώρουνε, κι απής [και μετά] τον έθετε ο γεις τ' αλλού».

Η φράση έμεινε ως περιγραφή για πουστριλίκια, για όποιον θέλει να προσδώσει και μια χωριάτικη νότα

- Τους βλέπεις τους δύο στη μπάρα, κολλητάρια, έτσι; - Εξακριβωμένο... Χθες πήγανε στη σπηλιά μαζί το βράδυ... Κι απής τον έθετε ο γεις τ' αλλού...
- Είσαι κι εσύ το Ρόιτερς όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέμε στην Κρήτη:

«...Κοίτα, σε τελική ανάλυση πρόκειται για δικό σου ζήτημα. Εγώ σου είπα την γνώμη μου, έχω κάποιες επιφυλάξεις, αν και δεν είναι σίγουρα η σκέψη σου άτοπη, δεδομένων των συνθηκών. Τώρα πρέπει εσύ να τα ζυγιάσεις και να αναλάβεις και τις συνέπειες της απόφασής σου...» ;

- Ξια σου!

- Θα το πουλήσω μου φαίνεται ρε Αντώνη, κι ας χάσω. Τώρα τα χρειάζομαι τα λεφτά κι όχι όταν θα 'μαι 60...
- Ξια σου...

http://adre.espivblogs.net/files/2014/03/ksa-sou-efimerida-teuxos-3-print-01.jpg (από xalikoutis, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισό του μισού της εξής μαντινάδας:

Στη σηκωμένη τ’ αλλουνού ποτέ να μην καθίζεις
γιατί μαθαίνει ο κώλος σου και δε ξεσυνηθίζεις.

Λέγεται στην Κρήτη προς όσους έχουν το κακό χούι να εκμεταλλεύονται την σύντομη απουσία σου για να κάτσουν στην καρέκλα σου ή στην καλή θέση που έχεις προλάβει σε μέρη και περιστάσεις όπου οι καρέκλες ή οι καλές θέσεις σπανίζουν.

Ρε Μάνο, βολευτήκαμε βλέπω δίπλα στο παράθυρο... έλα, έλα, όπως έκατσες, στη σηκωμένη τ' αλλουνού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified