Αναθέτω υπερβολικό φόρτο εργασίας σε κάποιον. Προϋποθέτει ή υπονοεί σχέση ιεραρχίας, δηλαδή δεν μπορούμε να τεντώσουμε κάποιον ίσο ή ανώτερό μας, και εάν χρησιμοποιήσουμε το ρήμα σε αντίθετα συμφραζόμενα υπονοούμε ότι αυτός που τεντώνει τον άλλον συμπεριφέρεται ή είναι στην ουσία ιεραρχικά ανώτερος.

- Πώς πάει στη δουλειά ρε συ;
- Γάμησέ με, εμ δουλεύω μπλοκάκι εμ με τεντώνει το αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χαρτί που συμπληρώνουν οι προγραμματιστές για να προωθήσουν τον κώδικά τους σε παραγωγικό περιβάλλον.

- Ρε συ, ξέχασα να φτιάξω το προμοτόχαρτο και είναι ήδη Πέμπτη! Έπρεπε να το στείλουμε από Τρίτη! Πόσο φρούτζος είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της εξ αποστάσεως Ινσταγκραμικής (ή/και λοιπών Σόσιαλ Μυδίων) προσέγγισης μεσοαστής μπαλότσας με σκοπό το επιτυχές στερέωμα επικείμενου χτισίματος επερχόμενης πορνομετανάστευσης.

-Πού χάθηκε ρε παιδιά τόσες μέρες ο Μάκης? -Άσε Κώστα 2,5 τόνους τηλεμπετόν έριξε αλλά ακόμα δεν έστρωσε τα υπόγεια...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πρακτική της ακραίας εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους εργοδότες τους, που τείνουν να βγάζουν από την μύγα ξύγκι.

-Η Amazon δεν αφήνει τους εργαζόμενους να κανουν διάλειμμα, οπότε κατουρανε σε μπουκαλακια.

-Εντελώς μυγαξυγκing.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προγραμματισμού. Τυπώνω debug μήνυμα με περιεχόμενο τη λέξη "PONTS" για να επιβεβαιωθεί ότι η εκτέλεση του κώδικα περνάει από το συγκεκριμένο σημείο.

- Δεν ξέρω τι γίνεται ρε συ Λάμπη, φαίνεται να μην μπαίνει καν σε αυτή τη συνάρτηση.
- Πόντσαρες για να σιγουρευτούμε;
- Όχι.
- Ε πόντσαρε ρε γιωτά!

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκ μεταξύ των Ελλήνων των Βρυξελλών. Περιγράφει τον/την υπάλληλο των διεθνών οργανισμών που εδρεύουν στην πόλη, κυρίως της ΕΕ αλλά και οργανισμών-δορυφόρων της. Ο όρος έχει μια δόση απαξίωσης, διότι ειρωνεύεται τον ιδρυματισμό και καριερισμό των ευρωυπαλλήλων, και μια δόση μομφής για τους αισθητά καλύτερους όρους εργασίας τους σε σχέση με άλλους κλάδους. Επίσης, υπάρχει στον όρο και ένας τόνος ειρωνείας μπροστά στην υποστήριξη (προσποιητή ή μη) των ευρωπιόλων στα πολιτικά/ιδεολογικά κάθε φορά προτάγματα της ΕΕ.

1) - Ευτέρπη, χάρηκα! Είμαι καινούργια στις Βρυξέλλες.
- Γεια σου Ευτέρπη! Ποιο είναι το DG σου;
- Τί είναι DG;
- Α δεν είναι ευρωπιόλα ε;

2) - Γιατί έχει τόσο κόσμο αυτό το μαγαζί;
- Είμαστε κοντά στο Ευρωκοινοβούλιο, είναι όλοι ευρωπιόλοι αυτοί

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:

1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.

2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).

Παραδείγματα:

1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.

2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Η εργασία.

Άφησε τη βιόλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Δουλειές «χωρίς πολύ άγχος που πληρώνουν καλά και σου αφήνουν ελευθερία και ευελιξία», όρος που εφευρέθηκε από την TikToker Γκαμπριέλ Τζαντζ.

Κάνει μια lazy girl job στο ίντερνετ από το σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Τσάτρα πάτρα απόδοση του αμερικλάνικου, κατά βάση, motivated = ο έχων κίνητρο, ή κινητοποιημένος, αυτός, δηλαδή, που παρακινείται στη δράση με ισχυρή και αρκούδως εσωτερικευμένη παρώθηση, ώστε να μοιάζει ενθουσιώδης κάνοντας πράγματα τα οποία δύσκολα σε κινητοποιούν από μόνα τους και δύσκολα αποκτούν/ εύκολα χάνουν το όποιο προσωπικό νόημα.

Εμείς τον θέλουμε τον πωλητή μοτιβαρισμένο, αλλιώς πάει στον πελάτη και κλαίνε κι οι δυο μαζί.

Ο όρος μάλλον ακούγεται πολύ στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των πωλήσεων, ενός εργασιακού πεδίου έτσι κι αλλιώς ουγκα μπουγκα από την άποψη στρες και ανταγωνισμού, που γενικά τραβάει χαοτικό ζόρι με την κρίση και χρειάζεται κανείς να είναι (δηλαδή, να φαίνεται, δηλαδή, να είναι) κάργα μοτιβαρισμένος για να ελπίζει στον επιούσιο, αλλιώς, ελπίζει στον πούτσο που κλαίγανε.

Αλλά ακούγεται γενικώς, όχι πολύ, ευτυχώς.

ΤΕΡΜΑ ΜΟΤΙΒΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ BESTΑΡΙΣΜΕΝΟΣ! AT FUNDUM! ‪#‎MotivationWeekendBEST‬ πηγή

Έπρεπε να το αναποδογυρίσεις αμέσως για να φύγει έξω το όποιο υγρό υπήρχε [...]. Η αν είσαι ποιο μοτιβαρισμενος να τον άνοιγες με την βοήθεια διαφόρων site (ifixit) η βίντεο στο youtube, όπως προανέφερε και ο φίλος από πάνω, και να το σκουπίσεις (απορροφήσεις) το υπόλοιπο με μια χαρτοπετσέτα, η με ένα ελαφρά υγραμένο πανάκι! πηγή: πώς να καθαρίσετε το mac σας αν είστε ή αν δεν είστε μοτιβαρισμένος.

Μια ακόμη ερώτηση που πρέπει να προετοιμάσεις είναι το πού φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια. Αυτή ειναι μια καλή ερώτηση και για σένα. Η δουλειά που θα κάνεις θα επηρεάσει το πού θα εισαι σε 5 χρονια. Σου κάνουν αυτη την ερώτηση για να δουν αν θα εισαι μοτιβαρισμένος για αρκετό χρόνο. Αν τους πεις πως σε 5 χρονια θέλεις να πας στο φεγγάρι, ίσως να μην σε προσλάβουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Αν τους πεις, όμως, πως θέλεις να γίνεις εκπαιδευτής ατόμων που εργάζονται σε τηλεφωνικό κέντρο, η θέση μάλλον θα είναι δική σου. πηγή: βρες δουλειά στο εξωτερικό.

Και επειδή σε μεγάλη πλειοψηφία ο άνθρωπος είναι "κοκο" και φοβάται την αλλαγή και την εξέλιξη γενικώς συνεχίζει είτε να καταστρέφει τον κόσμο, είτε να κατατστρέφει τα παιδιά του, είτε να θεωρεί την οικογένεια ένα σόου που πρέπει να κάνει κι αυτός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η παραμικρή παιδεία και προυπόθεση να ερθει στον κόσμο ενα παιδί αλλά να έρχεται απλά γιατι ήρθε η ώρα (έλεος), είτε να ψηφίζει και πάλι τους ίδιους που μοιράζουν στις τράπεζες δις όταν δεν μοιράζουν σε κανέναν το εφάπαξ. Απλά γιατι ο άνθρωπος πλέον έχει γίνει λίγο απάνθρωπος. Μοτιβαρισμένος και συμβιβασμένος. πηγή

ΠΟΡΩΜΕΝΟΣ = "Μοτιβαρισμένος"(από μόνος του) και Αποφασισμένος(20 πάντα) για τη νίκη. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ = 'Ακαμπτος, Αλύγιστος, Ασυνεπής, 'Ατοπος, Αυτός που δεν συμμορφώνεται. πηγή: συζήτηση σε φόρουμ για το παιχνίδι football manager με θέμα τη μετάφραση αγγλικών όρων στην ελληνική βερσιόν (driven, motivated, κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified