Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος που υποδηλώνει μάτια που δακρύζουν.

Κυρίως χρησιμοποιείται στα online games αντί της έκφρασης «Cry more noob» (noob=newbie=πρωτάρης), η οποία παρακινεί τον αντίπαλο χρήστη να κλάψει, καθώς νικήθηκε σε κάποια διαδικτυακή μάχη.

Χρησιμοποιείται και για κάποιον που απλά κλαίει/κλαίγεται.

Πιστεύεται ότι βγήκε από το Warcraft II, στο οποίο η συντόμευση των πλήκτρων ALT+Q+Q, τερματίζει το πρόγραμμα. Έτσι οι παίκτες του παιχνιδιού προτρέπουν όσους χάνουν να εγκαταλείψουν, γράφοντας συντομογραφικά qq.

  1. Πάνω σε παιχνίδι pro

- Παρ' το γκολάκι μωρή.
- Έλα ρε μαλάκα, αφού έχω μείνει με 9..
- Ρε κιου κιου.

  1. - Τι; Θα το βάλεις απ΄ευθείας;
    - Kιου κιου!

  2. Online ατάκες εξωτερικού

«Shut up or QQ!» «Why don't you QQ, noob;»
«Jeez man, quit QQing!»

  1. Ή, κάποιος που κλαίγεται

Oscar QQed when he lost the game because he thought that people were cheating.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού που χρησιμοποιεί συστηματικά τσητς (αγγλ. cheats).

Συνήθως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ιδίως όταν γίνεται σε διαδικτυακά παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα των νομοταγών και κιμπάρηδων παικτών.

- Αν δεν κάνουν update στο νετκαφέ δεν ξαναπατάω, να ξέρεις.
- Γιατί ρε, τι έγινε;
- Έχουν πλακώσει τσητεράδες και τα παιχνίδια είναι GTP. Άσε που πειράζουν τα σκορ. Εγώ να γαμιέμαι να πάρω μια καλή θέση στον σέρβερ κι αυτοί να με πετάνε σε μια νύχτα τριάντα θέσεις κάτω από το υπόγειο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος από το αγγλογενές ρήμα μπανάρω, δηλαδή απαγορεύω. «Κάνω μπανάκι» σημαίνει τρώω πόρτα από ένα διαδικτυακό forum ή άλλη παρόμοια μορφή ιντερνετικής επικοινωνίας, επειδή έχω υπερβεί κατάφωρα τους κανόνες λειτουργίας του κι ο mod ή admin με πετάει όξω. Η πρόσκληση «πάμε για μπανάκι;» λέγεται σε μια σπάνια στιγμή ευγενούς διαδικτυακής ανδρείας, όταν ο γράφων σε forum αποφασίσει να γράψει τον αντμιν στην πούτσα του, επειδή νιώθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει αυτό που θέλει να πει. Η έκφραση «πάμε για μπανάκι» είναι ένα σύγχρονο «Μολών λαβέ!».

- Ρε φίλε, η παροιμία που καταχώρισες στο slang.gr υπάρχει απ' την Τουρκοκρατία, και την ξέρει κι η κουτσή Μαρία! Ο Τριανταφυλλίδης έχει πέντε σελίδες για πάρτη της! Άσε που δεν έχει κανένα στοιχείο αργκό! Τι το πέρασες εδώ; Μπαμπινιώτη; Ή σου αρέσει να κάνεις μπανάκι;

(από Vrastaman, 10/09/10)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπάνιο, μπανιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος ο όρος camper, προερχόμενος από την ιδιόλεκτο των ίντερνετ καφέ και ειδικότερα των παιχνιδιών τύπου counter strike, call of duty και γενικά παιχνιδιών 3-d shooter (που στόχος είναι να σκοτώνεις τους αντιπάλους, απλά αυτό). Ο όρος δηλώνει τον παίκτη αυτών των βιντεοπαιχνιδιών ο οποίος αντί να περιφέρεται γενναίος και λεβέντης στην πίστα με προτεταμένο στέρνο, ακολουθώντας το ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», κάθεται στα αυγά του, ενεδρεύει, λουφάζει σε κτίρια, παράθυρα, πίσω από πόρτες, γωνίες κλπ και περιμένει σαν κότα, ή αλλιώς κάνει camping, εξ ου και ο όρος. Αν δεν κάνω λάθος, στο counter strike όντως το ίδιο το παιχνίδι βγάζει μήνυμα «you are camping» όταν ο παίκτης μένει ακίνητος, στα άλλα παιχνίδια είναι απλά θέμα ηθικής και αξιοπρέπειας.

Το αν τα καμπέρια και η τακτική τους θα πρέπει να λοιδωρούνται και γενικά αν το camping αποτελεί legitimate τακτική είναι πολύ μεγάλο θέμα διεθνώς, στην Ελλάδα ωστόσο ο κώδιξ τιμής της virtual μπέσας τα καταδικάζει μάλλον ομόφωνα.

Επίσης το να σκοτώνεις καμπέρι, κατά προτίμηση προσεγγίζοντάς το από πίσω, είναι ό,τι πιο κοντά στο να κερνάς από πίσω, σύμφωνα με πολλούς 12χρονους ειδήμονες.

ένα παράδειγμα από αγγλόφωνο φόρουμ που αξίζει νομίζω:
I'm not a camper, my strategy, similar to Chuck Norris', is to kill.

κι ένα ελληνόφωνο:
Τρελαίνομαι να τρώω sniperades ή καμπέρια που αράζουν σε ένα παράθυρο με RPD και ρίχνουν αδιακρίτως. Δεν λέω πως δεν τους πάω, απλά μάρεσει να τους σφάζω εκεί που δεν το περιμένουν. Ειδικά όταν καταλάβουν πως έρχομαι.

Λέμε, τωρα! (από Vrastaman, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιώ την τελική μου κίνηση ulti. Λέξη που χρησιμοποιείται στο online game dota.

- Πάνω εκεί που φάρμαρα top μου την έπεσαν 2 ατομα αλλα πρόλαβα να ουλτάρω και να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεύτερη συλλαβή της Αγγλικής λέξης grenade. Χρησιμοποιείται χάριν συντομογραφίας γραπτά (και προφορικά) κατά τη διάρκεια πολεμικών παιχνιδιών on-line. (Προφανώς αφορά τα FPS)

- 'Ωπα! Τι έγινε, πώς πέθανα; (κλασική απορία noob)
- Nade...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified