Μια γυναίκα χάλια μαύρα.
Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.
Μια γυναίκα χάλια μαύρα.
Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.
Got a better definition? Add it!
Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.
Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;

Got a better definition? Add it!
Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)
Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)
Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά
Got a better definition? Add it!
Αυτοί με το ξυρισμένο κεφάλι και τα δερμάτινα, τα μαύρα, κλπ. Ξέρετε, οι ζόρικοι, αυτοί που τον σκυλοπαίρνουν κατά τ' άλλα. Λίγο φασό, λίγο απ' ό.... Από την αγγλική λέξη skinhead.
- Καημός η κυρά Λέλα! Ο γιος της ξηγήθηκε σκίνι και αυτή το φυσάει και δεν κρυώνει!
- Καλά να πάθει, αυτή και το σόι τους τον έμαθαν έτσι. Πού νά 'ξερε ότι τον παίρνει κιόλας!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρμονία μεταξύ της μαλακίας που δέρνει τον χαρακτηριζόμενο και της φυσιογνωμίας του.
- Γιατί αργεί αυτό το ταμείο γαμώ τον Μαρινόπουλο μέσα;
- Με τον ταμία που πετύχαμε... Κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα. Μυγοχάφτης απ' τους λίγους.
Got a better definition? Add it!
Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.
Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;
Got a better definition? Add it!
Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.
Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος
Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...
Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.
- Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
- Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!
- Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
- Δεν μπορώ...
- Σφίξου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για ένα άτομο υπερβολικά χοντρό.
- Ρε μαλάκα, σταμάτα να τρως πιτόγυρα κάθε μέρα. Θα γίνεις πατσάς.
Got a better definition? Add it!
Ο βρώμικος, αυτός που είναι λερωμένος.
- Πώς είσαι έτσι ρε μέσα στα χώματα. Τελείως λέτσος.
- Τι να κάνω ρε, έπαιζα μπάλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified