Further tags

Η μουτσούνα, τα κρεμασμένα μούτρα, η φάτσα που δηλώνει ότι κάποιος έχει χαλαστεί με μια κατάσταση. Από την ομοιότητα με την προβοσκίδα του ελέφαντος.

Έκφραση: κατεβάζω προβοσκίδα = μουτρώνω, χαλιέμαι και το δείχνω.

- Θα πάμε στη συναυλία της Βέσποινας Δανδή;
- Δεν μπορώ, έχει ματς απόψε.
- Μα μου το υποσχέθηκεεες... (κλαψ-λυγμ)
- Τι προβοσκίδα είν' αυτή που κατέβασες μωρή; Να πας μόνη σου, στην τελική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον κλασικό μποντιμπιλντερά που έχει φάει τη ζωή του στα γυμναστήρια λιώνοντας στα βάρη, αποκτώντας αφενός μεν ένα σφριγηλό σώμα, αφετέρου δε, παραμένει ευαισθητούλης και λίγο φλωράκος.

Χαρακτηρισμός για τα άτομα που θεωρούνται προστάτες των φίλων τους στις δύσκολες στιγμές (καυγάδες) εξαιτίας της σωματοδομής τους, αλλά λόγω της ευαίσθητης φύσης τους -καρδιάς πατάτας- απογοητεύουν, με αποτέλεσμα να πέφτει αρακάς.

- Χθες μας τη πέσανε, σε μένα και τον Αλέξη, κάτι αλάνια να μας ψειρίσουν στην Αθήνα, άσε φάγαμε πακέτο μαλάκα..
- Ε πάλι καλά ρε, ήσουν με τη ντουλάπα ρε, τι να σου κάνουν...
- Ποια ντουλάπα ρε, ο Αλέξης με το που τους είδε έκανε κακάκια ρε.
- Καλά ρε, 10 χρόνια γυμναστήριο πήγανε κουβάς πάλι.

(Η ντουλάπα είναι στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O κόντες του λιμού, o αριστοκράτης της πείνας δηλαδή.

Γενικά σήμερα λέγεται υποτιμητικά για ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να έχουνε την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ντύνονται και συμπεριφέρονται επιδεικτικά λες και είναι κόντηδες.

Κυριολεκτικά η λέξη έστεκε εν τη γεννέση της καθώς λιμοκοντόροι λέγονταν οι αριστοκράτες οι οποίοι έχαναν τις περιουσίες τους και έμεναν μόνο με τα ακριβά τους ρούχα χωρίς να έχουν όμως πια την αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.

Καμία σχέση με τον λημμοκοντόρο αν και στον ορισμό ο λημματοδότης εξηγεί και τον ορίτζιναλ λιμοκοντόρο.

Ανάλογα μοντέρνα γουαζάς, πουλμούρ, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

- Είδες τον Γιάννη τι ωραία που ντύνεται; Υγραίνομαι και μόνο που τον βλέπω!
- Σιγά μαρή τον λιμοκοντόρο. Δεν έχεις δει το zastava που κυκλοφορεί; Άντε να βρεις κανένα άλλο πιο βολεμένο να παντρευτείς και άσε αυτόν τον λούζερ

Got a better definition? Add it!

Published

Το ντύσιμο που περιλαμβάνει μόνο λευκά ή υπόλευκα ρούχα. Κυρίως δε αυτό που είναι φτηνιάρικο και καραλάικα ή νεοπλουτέ, όχι πχ κάνα ιταλιάνικο ακριβό τεντυμπόικο ή στυλ εφοπλιστή ή αποικιακό. Όταν το ντύσιμο αυτό αποτελείται από ακριβά υφάσματα που ντύνουν ακριβό και αριστοκρατικό ή σκαρί, κάπως, πάει στο διάλο, σώζεται το πράμα. Αν όχι, μετατρέπεται αμέσως σε κακομοίρικο και θυμίζει την στολή του παγωτατζή του παλιού καλού καιρού.

Τα τυπάκια τώρα που διαθέτουν δόξα και φήμη και χρήμα αλλά όχι τζάκι, κάτι τραγουδιάρηδες ή ηθοποιοί του διεθνούς τζετ σετ, κάτι μανεκέν κουλουπού, τείνουν προς το παγωτατζίδικο, όσο κι αν πρόθεσή τους είναι το άλλο.

Όπως και να 'χει, πιστεύω ότι σήμερα είναι υπερβολικό τέτοιο ντύσιμο. Προσώπικλυ το γουστάρω περισσότερο σε παρελθοντικές εικόνες, των είκοσιζ ή των τριάνταζ ας πούμε.

Συνοδεύεται πολύ συχνά με λευκά ή υπόλευκα αξεσουάρ: ζώνη, μοκασίνι ή αθλητικό, άσπρη καλτσούλα.

Η έκφραση αφορά το αντρικό ντύσιμο μόνο. Λέγεται και «γαμπριάτικο».

Η πωλήτρια:
— Σας πάει Τέλεια! Είναι και φωτεινό, τονίζει και το μαύρισμά σας... Πολύ ωραίο.
(Η σύζυγος ψιθυριστά στο αυτί του):
Μωρό μου μην ακούς, είναι τελείως παγωτατζίδικο, πάρε κάτι άλλο, να, αυτό.

(από Mr. Cadmus, 27/05/10)(από Mr. Cadmus, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροσκοπικά σπυθουράκια, πυκνά-πυκνά σαν αναφυλαξία, τα οποία εμφανίζονται στο δέρμα όταν ζεστάνει ο καιρός και αρχίσει η εφίδρωση. Επίσης εμφανίζονται στα μωρά, εκεί όπου φοράνε την πάνα. Μπορούν να βγουν και στο γυναικείο δέρμα γύρω από τα γεννητικά, αν πχ ερεθιστεί από καμιά σερβιέτα, ή στο δέρμα του στήθους (και στα δύο φύλα).

Δεν είναι σύγκαμα, είναι πολύ πιο ελαφρύ. Νομίζω ότι δεν είναι ούτε δερματικό νόσημα, ούτε αλλεργία, είναι απλώς σύμπτωμα της μη καλής αναπνοής του δέρματος. Οι πάνες ή οι κρέμες ή το λουράκι του ρολογιού μπουκώνουν το δέρμα όταν πιάσουν οι ζέστες και αυτό αντιδρά. Η λέξη όμως είναι απαίσια και σε κάνει να νιώθεις τελείως μωρό, ή λίγο σίχαμα, όταν ακούς να σου λένε ότι «δεν είναι τίποτα, ιδρωτσίλες είναι, θα περάσουν».

Όταν γεμίσεις ιδρωτσίλες το δέρμα γίνεται πολύ ανώμαλο, χωρίς να είναι όμως αυτό ορατό παρά μόνο από πολύ πολύ κοντά, ή υπό επιθετικό πλάγιο φωτισμό. Η αίσθηση στα χέρια, όταν χαϊδέψεις την περιοχή που έβγαλε ιδρωτσίλες, είναι σαν να έχεις άμμο στα δάχτυλα. Το δέρμα δηλαδή παύει να είναι λείο και γίνεται σαγρέ.

Λέγονται και «δρωτσίλες» και «ιδρωτήρια».Το επιστημονικό όνομα του φαινομένου μου διαφεύγει, όποιος το ξέρει ας μας το πει.

egw eixa xrhsimopoihsei to aloe vera gia ntemakigiaz alla etsouze sta matia! Kai sto swma epishs ginomoun ena xali kai miso. Gia to maurisma omws!!! Kserw mia kopela pou to ebaze panw apo anthliako me deikth megalo (20) kai epairne super xrwma xwris na kaigetai!

προσοχή γιατί εγώ το έβαλα πάνω από 12άρι αντηλιακό γύρω στις 4 το απόγευμα, ο ήλιος έκαιγε πολύ και ναι μεν δεν κάηκα αφού φορούσα δείκτη αλλά ένιωθα από το τζελ να μην αναπνέει το δέρμα και γέμισε ιδρωτσίλες που έφυγαν το βράδυ...
(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, μάλλον, παιδική προστακτική της μαρίδας, απευθυνόμενη σε ψηλό τύπο, άρτι αφιχθέντα επί του πεδίου των παιγνίων.

Επίσης, απαντάται και ως μπασκετο-καζούρα, από τον κόουτς προς τα τσικότσεντερ-φόρια που εξέχουν από το υπόλοιπο τημ, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο.

Τέλος, εκστομίζεται ως χιουμοριστική φιλοφρόνηση από έκθαμβους θαμώνες κωλόμπαρων, μόλις αντικρίσουν το νέο, ημίγυμνο, κατάξανθο πουλέν με το 20-ποντο...

Κυρ-Τάσος: - Πώς το είπαμε, ρε Μπάμπη, το ψηλό;
Μπάμπης, assbartender: - Λουντμίλλα...!
Κυρ-Τάσος: - Λουντμίλλα, έλα δω κούκλα μου να σε πώωωω!
Λουντμίλλα: - Νjεεεεε, τι θέλjεις;
Κυρ-Τάσος: - Κατέβα να φάμε, μωρό μου!
Όλοι παρέα: - Ούχαχααχαχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός άνθρωπος.

Από το αριθμητικό πρώτος (δηλ. ο νούμερο ένα μιας σειράς) και το μπόι, που σημαίνει ύψος (boy στα τούρκικα είναι το ανάστημα).

Ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά, δηλ. προς κάποιον αρκετά κοντό.

Να σημειωθεί, ότι πλήθος εκφράσεων έχουν την λέξη μπόι, έναντι των πιο κοινών ύψος/ανάστημα: π.χ. κρίμα το μπόι σου, ρίχνω μπόι, είναι στο μπόι μου (κάτι ή κάποιος) κλπ.

  1. Τον Στέφανο είχα να τον δώ απο πέρσι το καλοκαίρι, πρώτο μπόι έγινε!

  2. - ...κι εγώ θα παίξω μπροστά, για να παίρνουμε καμιά κεφαλιά... - Σιγά ρε πρώτο μπόι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουστάκι που σχηματίζεται στους έφηβους ή οι πρώτες προσπάθειες σχηματισμού μουστακιού, ο υπο-μύστακας. Μοιάζει σαν το αποτύπωμα ελαστικού στην άσφαλτο μετά από φρενάρισμα.

- Πάνε πλύσου ρε, έχεις μια μαυρίλα πάνω από το χείλι.
- Αφήνω μουστάκι...
- Ποιο ρε, αυτό το φρενάρισμα λες μουστάκι ρε φλώρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται ως πάρε + ουσιαστικό, αλλά στην ανάγκη και σκέτο λόγω βιασύνης (π.χ. «πάρε-πάρε»! δηλ. κοίτα γρήγορα, που ακολουθείται απο σκούντημα ή νεύμα).

Σημαίνει: Τσέκαρε, κόψε, μπάνισε (ή μπάνα), κοίτα, κόζαρε (ή κόνιαρε), φάε (ιδίως στη φράση «φάε ένα μαλάκα»).

Η έκφραση προέρχεται νοηματικά απο τον πληρέστερο ιδιωματισμό παίρνω μάτι, δηλ. είτε παρατηρώ ως οφθαλμοπόρνος παρακαταθέτοντας το οπτικό αντικείμενο στον σκληρό δίσκο για μελλοντική ανάκτηση-χρήση (future reference – βλ. και το πρωθύστερο παίρνω μαλακία την τάδε, παίρνω θέμα ή υλικό ή δουλειά για το σπίτι κλπ) είτε εξετάζω εξονυχιστικά κάτι, είτε σκανάρω τον χώρο ταχύτατα ως αητός, προκειμένου να μην μου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια.

Συνήθως η έκφραση λέγεται απο αργόσχολους τύπους ή σχολιαρόπαιδα σε δρόμους πόλεων ή παραλίες, που τσεκάρουν τους περαστικούς κάνοντας κι απο ένα σχόλιο σχετικό με την εμφάνισή τους (past remarkable) και ιδίως για γυναίκες (σφυρίγματα, ατάκες κλπ).

Να μην συγχέεται με το παιδικό παιχνίδι «πάρ’ τον παπά», κατά το οποίο ο ένας πιάνει ή χτυπά με την εξωτερική πλευρά των δαχτύλων τ’ αρχίδια του διπλανού του, λέγοντας την φράση αυτή και μετά πάει γαϊτανάκι στον επόμενο κι ο τελευταίος χάνει (έτσι και σε πάρει πρέφα όμως ο ιερωμένος συνήθως τσαντίζεται πολύ για κάποιον ανεξήγητο λόγο)...

  1. -Μαααααααλάκα! Πάρε ένα μουνί τρικάπακο!
    -Πώωωωωωω! Πού είμαστε εμείς ρε;

  2. -Πάρε-πάρε!
    -Πού ρε;
    -Εκεί απέναντι τον τύπο με το κασκόλ και την καπελαδούρα καλοκαιριάτικα! -Τί σούργελο αδερφάκι μου!

  3. -Παίδες, σόρρυ που άργησα, ήταν άρρωστη η γιαγιά μου και...
    -Πάρε έναν τρόμπα! Ρε σε περιμένουμε δυο ώρες κι έρχεσαι να μας πείς αυτή τη μαλακία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified