Further tags

Το νόστιμο, στητό, πεταχτό, σφιχτό, όμορφο, συμμαζεμένο, αλλά και θηλυκό (συνήθως) κωλαράκι. Ιδανικό για όλους. Λέγεται για άντρες και για γυναίκες. Και για παιδάκια, αλλά αυστηρά από τους γονείς τους μόνο.

Αυτή η Σούλα ρε παιδί μου... Δεν βλέπεται, αλλά έχει ένα κωλί... άλλο πράμα...

(από pavleas, 25/02/09)Ωραίο ΚΩΛΙ! (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλουτός, το κωλομάγουλο, το καπούλι.

- Έδειξε σε μια φευγαλέα σκηνή τον Τζορτζ Κλούνι γυμνό από πίσω. Φοβερά κωλομέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο άσχημος.
  2. Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.

- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

σαν το κώλο μου νυχτοφύλακα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.

-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified