Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.
Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.
Got a better definition? Add it!
Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.
Τί φοράει πάλι η Ευλαμπία σήμερα ρε Λάκη! Κοίτα έναν κουμπαρά.
Got a better definition? Add it!
Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα
Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...
Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα
Got a better definition? Add it!
Στρινγκάκι.
Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!
Got a better definition? Add it!
Κορίτσι στην εφηβεία.
Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.
%
Got a better definition? Add it!
Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.
- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Got a better definition? Add it!
Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.
Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!
Got a better definition? Add it!
Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Got a better definition? Add it!
Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.
- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!
Βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable, ευγαμήσιμη.
Got a better definition? Add it!