Συνώνυμο των ορισμών τζιτζί τζετ τζετάουα κλπ
που σημαίνει σαφώς τέλειο, υπέροχο, αστεράτο!

- Έβαλε ο Μάκης κάτι ζάντες στο εργαλείο, έγινε τζιτζελόνι μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά, ντε!

Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.

- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;

- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!

- Πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published

Ράστα αποκαλούνται στην Ελλάδα σλανγκιστί οι πλεξίδες (dreadlocks) που αφήνουν για θρησκευτικούς λόγους οι Ρασταφαριανοί, οι φίλοι της μουσικής ρέγγε, αλλά και πολλά τρέντι εθνίκια.

Εκ του Rastafarianism < Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' που αποτελεί θεία ενσάρκωση για τους Ρασταφαριανούς.

-Στα ράστα ενός φίλου μου που ήταν πολλά και μακρυά κάνανε φωλιά κατσαρίδες!!

-Ένας φίλος με μακριά Ράστα είχε κρυμμένα μέσα 15g χόρτο και αφού τον σταμάτησε η αστυνομία και έψαξαν παντού (μέχρι και στην πίσω του τρύπα!) δεν το βρήκανε.

(από εδώ)

Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ· ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13).

(Βικούλα)

Dr Alimantado: πραγματικός Ράστα με "ράστα" (από Vrastaman, 22/04/09)Rita & Ziggy Marley στον Λευκό Οίκο :-) (από Vrastaman, 16/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική ανεκδιήγητη ξανθιά απόχρωση της κόμης των –συμπαθέστατων κατά τα άλλα– θηλυκών κατοίκων της Νύμφης του Θερμαϊκού. Απαντάται σε μακρύ μαλλί, κατά προτίμηση με μπούκλες κομμωτηρίου, και παραπέμπει σε τραγουδιάρα, τηλεπαρουσιάστρια, playmate κτλ. Αρχίζει και παρατηρείται στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών. Προϋποθέτει ντεκαπάζ γιατί συνήθως επιλέγεται από καραμελάχρινες (εκεί εικάζεται ότι οφείλονται μεταγενέστερες εγκεφαλικές βλάβες, βλ. καμμένα εγκεφαλικά κύτταρα) και δεν έχει καμία σχέση με το χρώμα του δέρματος, το οποίο μπορεί να είναι από πολύ ανοιχτόχρωμο μέχρι εντελώς γυφτέ (συνηθέστερη η δεύτερη περίπτωση). Η πλειοψηφία των γυναικών που το επιλέγουν ανήκουν στην κατηγορία της λάικας.

Τελευταίως έχει αρχίσει να υιοθετείται και από θήλεα της πρωτευούσης, είναι όμως ιμιτασιόν και δεν πρέπει να συγχέεται με το ορίτζιναλ, εκθαμβωτικό θεσσαλονικί χρώμα.

Και μας σκάει το Σεπτέμβρη το μελανούρι η Βασούλα στην τάξη μ' ένα μαλλί θεσσαλονικί, μας στράβωσε μιλάμε! Και να 'ταν μόνο το μαλλί! Δως του και τα μινάκια, να και το βυζάκι έξω, κι όλο και να φαίνεται το στριγκάκι μέσα απ' το παντελόνι... Αχ Βασούλα, μας πέθανες στο χερογλύκανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα παιδικά σας ίσως έτη, ενθυμούσται τον Πιρικόγκο ως την προσωποποίηση του μικρού και άτακτου παιδός. Πλέον ούτη λέξη υποδηλοί τον έχοντα μικρόν πέοντα, ήτοι μικροτσούτσουνον, ή το μικροσκοπικό-ατροφικό-αδύναμο πέος αυτό καθ' αυτό. Ίσως, λέγω, να προέρχεται παρά της νοηματικής συνδέσεως του μικρού τε και αδυνάμου παιδός μετά του μικρού και αδυνάμου πέοντος. Αίσχος και πάλι αίσχος!

Δεγαμίων: «Ω Φαίδων, ύστερον από την έντονη σεξουαλικήν επαφήν μετά της Ευτέρπης, κοινώς ξεσκίδι, ήκουσόν την να λέγει εις το τηλέφωνο κάτι περί... κόνγκου ή Κονγκού. Θα μεταναστεύσει;»

Φαίδων: «Εμμμ... μήπως μάλλον ήκουσες περί... πιρικόνγκου;»

Δεγαμίων: «Αληθώς!»

Φαίδων: «Ωχ... πως να το πω κομψά... το εσώρουχό σου αντιμετωπίζει το φόβο του κενού!»

Δεγαμίων: «Ααααααα...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της εταιρείας Burberry στα μάγκικα, είτε είναι τσάντα είτε άρωμα. Στη λέξη υπάρχει μια ιδέα ειρωνείας και περιφρόνησης για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μάλλον επειδή είναι ακριβά (και κακάσχημα κττμγ. Είναι όλα ολόιδια!) και ως γνωστόν ότι δε φτάνει η αλεπού μπλα μπλα μπλα.

Χαρακτηριστικό των μπαρμπουριών είναι το σχέδιο τους. Σε όοοτι και να βγάζει θα έχει το σχέδιο και χρώμα του μηδιού 1. Και όμως ούτε αυτό αλλα ουτε και η υψηλή τους τιμή αποθαρρύνουν τα 15χρονα-την-έχω-δει-και-πολύ-ντίβα κοριτσάκια να τα αγοράζουν, όχι οτι οι μεγάλύτερες πάνε πίσω...

Δεν έχει καμία σχέση με την σταχτη και την μπούρμπερη.

  1. - Άτσα το Ελενάκι! Μας φόρεσε τα μπαρμπούρια σήμερα στο σχολείο...!
    - ...Άλλη μια ψωνισμένη μπαζοπαρτολάρα...

  2. - ΓΥΝΑΙΚΑ!!! ΓΑΜΩΤΟ! ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ ΤΑ 400 ΕΥΡΩ;!;!;!
    - Πήρα ενα φορεματάκι πολύ ωραίο! Να κοίτα!
    - (βλέπει το προαναφερθέν σχέδιο) ΓΑΜΩ ΤΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΝΤΥΝΩ ΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΝΑ ΜΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΕΞΩ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified