Further tags

Το λέμε για να καυτηριάσουμε ακριβό αντρικό ντύσιμο σε όχι πολύ φανατικούς άντρες. Λέγεται και ως αυτοαναφορικό. Ετυμολογείται από τον Υβ Σαιν Λωράν ο οποίος υπήρξε γνωστή γκέισα· η σχέση του με τον Νουρέγιεφ ήταν θυελλώδης.

  1. Ω, με γεια το πουλόβερ! Ιβ Σεν Φλωράν είναι;

  2. Τι φοράει, ρε ο Ιβ Σεν Φλωράν;

  3. Πάρε τη γκέισα! Πού βρήκε λεφτά για Ιβ Σεν Φλωράν;

Yves Saint Laurent (από panos1962, 03/11/09)Αλέξανδρος Ιόλας (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Αργκό της ψαραγοράς.

Κατά πρώτο λόγο αναφέρεται σε μεγάλο κεφαλόπουλo ή σκουμπρί. Μπορεί να το πουν και για λαυράκια και γοφάρια. Είναι όλα στενόμακρα ψάρια κι αν είναι ψωμωμένα και φρέσκα - άρα σφιχτά - μοιάζουν με στειλιάρια. Με λίγη φαντασία. Όπως και άλλα πράγματα.

Περιέχει μια υγιή δόση υπερβολής.

- Έλα, το σκουμπρί ... στειλιάρι είναι σήμερα, στειλιάρι λέω ... έλα, εφτά ευρώ το έβαλα ...
- Ελληνικά μιλάει;

Ο κέφαλος (από poniroskylo, 07/11/09)Οι σκόμβροι (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τσάντες Vouis Luitton (Βοή Λουδητών κατά κάποιους) και γενικά το οιοδήποτε παρελκόμενο έχει γίνει σούπα, π.χ. το κινητό, τα ipod, τα Burberrys, τα Ray-Ban κτλ.

Ο χαρακτηρισμός κάποιου αντικειμένου ως Μ71 απαιτεί την πλήρωση δύο όρων:

  1. Ενώ αρχικά ο/η κατέχων/ουσα πωλούσε όψιν, άμα τη αποκτήσει του αντικειμένου και υπό της Μαρίας Κ. (άτομο με κινησιακά προβλήματα), η, όποια, αίγλη μετεβλήθη σε λεπτό αέρα,

  2. Καίτοι το αντικείμενο έχει απωλέσει πλέον την καινοτομική του χροιά, τείνει να επιβληθεί ως απαραίτητο για την κοινωνικά αποδεκτή εμφάνιση του/της φέροντος/φέρουσας.

Ο όρος προέρχεται από το ατομικό σακκίδιο εκστρατείες υποδείγματος αρ. 71 (Μ71 κατά την αμερικάνικη ονοματοδοσία), το οποίο φέρει ο Έλλην οπλίτης στην πλάτη του, εκδράμων να υπερασπιστεί την πατρίδα από τις επιβουλές των εχθρών αυτής. Είναι κάτι που το έχουν όλοι, το φέρουν υποχρεωτικά, περιέχει πάντα τα ίδια είδη (χειρόκτια, ποδόκτια, περισκελίς, σαπωνοθήκη μετά σάπωνος, συλλογή ξυριστικών, συλλογή στοματικής υγιεινής, είδη εστίασης κτλ. ξεχάσαμε κάτι;).

Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιον να πουλά μούρη επειδή έχει Μ71;

- Ήταν καλά στο Social;
- Στην αρχή ναι, αλλά μετά αποβιβάσθηκε ένας ουλαμός μύγες με Μ71 και την κάναμε για Διαγώνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο βραζιλιάνικο μπικίνι, το λεγόμενο και 2/3, ή 3/4 (Θα σας γελάσω, γιατί με τα κλάσματα δεν τα πάω καλά από το δημοτικό).

Το συγκεκριμένο καβλωτίκ κυλοτάκι αποτελεί έναν από τους τρεις λόγους λατρείας στο λατινοαμερικάνικο αυτό κράτος! Οι υπόλοιποι δύο, είναι η τέχνη της στρογγυλής Θεάς, και το περήφανο (από άποψη στάσης) όπισθεν περιεχόμενο του εν λόγω αξεσουάρ.

- Βάλε eurosport ρε μπουχεσίδη, που έχεις και βλέπουμε τις national geographic!
- Τι έχει;
- Τελικό ευρωπαικού μπιτς-βόλεϋ γυναικών. Βάλε να δούμε τα βραζιλιάνικα...
- Τι δουλειά έχουν οι Βραζιλιάνες σε ευρωπαϊκό τελικό. ρε κατεστραμμένε;
- Αϊντε άϊντε.... Όλες, βρε βλάκα, φοράνε βραζιλιάνικα κυλοτάκια στο μπιτς. - Ε, τότε αξίζει.... Θα ενημερωθώ για τα του πλανήτη κάποια άλλη φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χνουδοσυσσωμάτωση δημιουργούμενη είτε:

α) σε βαθείς αφαλούς, εξαιτίας της πολύωρης αλληλεπίδρασης με μάλλινη ένδυση, ή

β) στα πέλματα και τις κοιλότητες των δακτύλων των ποδιών, οφειλόμενη στις καινούριες κάλτσες.

Μπορεί να γενικευτεί για οποιαδήποτε βρώμα σε μορφή χνουδιού.

Πρέπει να βάλω καμιά σκούπα αλλιώς σύντομα τα μπάμπαλα θα φτιάξουν μοκέτα.

Βλ. επίσης ομφάλιος βρώμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified