Further tags

Συνέχεια του λήμματος καμπιονάτο. Αναφέρεται σε ένα μόνο άτομο μέσα από το καμπιονάτο...

- Τσέκαρε τον καμπιάσσο απέναντι...
- Καλά τώρα την είδες; Δεν έχεις δει όλη την παρέα του καμπιονάτο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να αποδώσει την αρμονία μεταξύ της μαλακίας που δέρνει τον χαρακτηριζόμενο και της φυσιογνωμίας του.

- Γιατί αργεί αυτό το ταμείο γαμώ τον Μαρινόπουλο μέσα;
- Με τον ταμία που πετύχαμε... Κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα. Μυγοχάφτης απ' τους λίγους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.

- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;

Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο, παράγωγο της γλίτσας. Σημαίνει είτε τον άπλυτο/βρωμύλο, είτε τον γυμνοσάλιαγκα/σφουγγοκωλάριο, αυτόν δηλαδή που κολακεύει απροκάλυπτα, με αηδιαστικό τρόπο.

  1. - Πω ρε φίλε μπόχα... Τι γλίτσης ήταν αυτός που πέρασε;!
    - ...
    - Τι έπαθες;
    - Κρατούσα την ανάσα μου μέχρι να περάσει η βρώμα... Παλιό κόλπο!

  2. - Πάλι γλείφει τον διευθυντή αυτός ο σιχαμένος; Τι γλίτσης θεέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρέλω.

Τί δίαιτες και τρίχες; Παίρνει χαμπάρι το φαλαινοθηρικό;

(από Khan, 31/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ.

Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που ασχολείται με το μπόντι μπίλντινγκ. Όχι βέβαια ο καθένας, αλλά ο φουσκωτός που σηκώνει όλον τον πάγκο, παίρνει πρωτείνες, αμινοξέα, κρεατίνες, στεροειδή, αναβολικά κτλ... Χαριστικά (επειδή είναι καλά παιδιά) λέγεται και για αυτούς που εξασκούν το άθλημα σε πιο ήπια μορφή. Όσο δε για αυτούς που κάνουν μπόντι μπίλντινγκ αλλά ανήκουν στην κατηγορία φτερού, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει ένας τέτοιος (αυτό)χαρακτηρισμός τους...

Συνώνυμα: μποντέος, σφίχτης, σφίχτερμαν, πρησμένος, σβάρτσος.

  1. - Ρε, σ' αυτό το γυμναστήριο που ήρθαμε όλοι είναι μποντιμπιλντεράδες... Πάρε τον άλλον, διακόσια κιλά πάγκο σηκώνει...
    - Μαλακία κάναμε ε; Καλά, γάμα το γυμναστήριο και πάμε σπίτι μου να πιούμε καμιά μπύρα, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα... Αφού εμείς μόνο για μπυροκοιλιακούς είμαστε!

  2. - Τι γίνεται αγόρι μου, ούτε τα πεντάκιλα δεν σηκώνεις στους δικέφαλους; Τι μποντιμπιλντεράς είσαι συ;
    - Δεν μπορώ...
    - Σφίξου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ένα άτομο υπερβολικά χοντρό.

- Ρε μαλάκα, σταμάτα να τρως πιτόγυρα κάθε μέρα. Θα γίνεις πατσάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified