Selected tags

Further tags

Αυτός που την έχει μικρή.

Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.

Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!

(από allivegp, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πέρα από την κυριολεκτική έννοια, η μεταφορική αναφέρεται στον πολύ μικρό σωματικά και ηλικιακά. Γενικότερα ο ασήμαντος.

12 χρονών κακομαθημένη μουνόψειρα και κοίτα συμπεριφορά...

Got a better definition? Add it!

Published

Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια γκόμενα εξαιρετικά άσχημη.

-Πώ ρε φίλε, τι φέτα ήταν αυτή; -Ποια φέτα ρε μαλάκα; Εγώ νόμιζα ότι πέρασε ο Κουασιμόδος!

Got a better definition? Add it!

Published

Το διχτυωτό καλσόν. Συνοδεύεται από εγκωμιαστικά σχόλια αν εφαρμόζει πάνω σε ανάλογα πόδια...

- Μιλάμε πίσω σου έχει κάτσει μια θεά με ένα μίνι, φοβερή! Φοράει και δίχτυ και το μισό μαγαζί κοιτάει τα πόδια της!

Cet objet podofrappé du désir !!! (από Khan, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη, η εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα.

Χτες στο πάρτι του Γιώργου, γνώρισα την ξαδέρφη του, ένα μελανούρι να το δεις να ζαλιστείς!

(από joe909, 19/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.

πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη

- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλαδαρή και δυσκίνητη γυναίκα.

-Πού πας μωρή σαρμούτα με τη γόβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη, αντιαισθητική και συνήθως υπέρβαρη γυναίκα.

- Τι έγινε ρε, βγήκες τελικά με το γκομενάκι;
- Γάμησέ τα Μάκη, ήττα μεγάλη, μιλάμε για τρελή σαλούφα η γκόμενα...

Από το greekdivers.com. Δίιστανται οι γνώμες αν τσιμπάει ή όχι. (από poniroskylo, 19/12/08)(από stathisbsg, 13/01/10)

Σαλούφα λένε αλλιώς την τσούχτρα, και από εκεί προέρχεται ο χαρακτηρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified