(Τάβλι) Συνήθως το ασσόδυο / μπίρ-ικι (Κρήτη εκ του τουρκ. μπιρ = ένα + ικί = δυο), δεν είναι και το καλύτερο ζάρι που μπορεί να φέρει κανείς, διότι δεν πας μακριά με ασσόδυο.

Συνώνυμα: Με ασσόδυο κανείς δεν είδε χαΐρι/προκοπή, κανείς δεν πρόκοψε, κανείς δεν έκανε έρωτα (sic).

- Λοιπόν τώρα, θα φέρω τις εξάρες μου. Φτου! Ασσόδυο...
- Με ασσόδυο κανείς δε γάμησε φίλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Μια εκ των πλείστων ειρωνικών εκφράσεων στο διά πεσσών, που στόχο έχει την καταβαράθρωση του ηθικού του αντιπάλου, επισημαίνουσα λάθος παίξιμό του.

Παρόμοιες σκωπτικές εκφράσεις στο τάβλι είναι: «Σα μάγκας τό 'παιξες», «κι εγώ έτσι θα τό 'παιζα», «καλά τού 'κανες», «ρε με ποιούς παίζουμε» κ.α.

Αν φαινομενικά η κίνηση είναι λανθασμένη, ενώ υφέρπει απώτερος και μελετημένος στόχος, προς παραπλάνηση του αντιπάλου, (βλ. αγγλ. «lull sbdy into a false sense of security»), υπάρχει το αντίδοτο: «Για πάρτη μου»!

- Ασσέοι πολλοί!
- Έτσι τους παίζεις τους ασσέους; Σα δάσκαλος το' παιξες!
- Για πάρτη μου! Σου κλείνω τα εξάρια, με τί θα βγείς, με ισπανικές εφτάρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτική έκφραση, έναντι μακράς εις μάτην αναμονής τινός.

Ιδίως στο τάβλι, έχει την σημασία της ματαιοπονίας του αντιπάλου που περιμένει να απεγκλωβιστεί από εξάπορτο ή κωλυσιεργεί να την πουλέψει στη φεύγα (αφού κατά το δημώδες του φεύγα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε).

Συναφείς κοροϊδευτικές εκφράσεις: Βάλε τα καλά σου, ετοιμάσου, περίμενε τον αγύριστο κλπ.

Η έκφραση ανάγεται στην παλιά συνήθεια του τραταρίσματος των μουσαφιρέων με γλυκό του κουταλιού (νεραντζάκι, συκαλάκι, σταφύλι, κυδώνι κλπ) όπου, κατά το τελετουργικό, καλούνταν να πουν μιαν ευχή προς τον αμφιτρύωνα μπουκωμένοι με το γλυκό, π.χ. «Και στις χαρές σας!» και καπάκι να πιουν απνευστί το νερό (κάνοντας ένα χαρακτηριστικό «άααχ!»).

Το ξύσιμο του αυτιού ή το διακριτικό ρέψιμο που ακολουθούσε, σηματοδοτούσαν την υποχρεωτική μετάβαση των γυναικών στην κουζίνα προκειμένου να επακολουθήσει «σοβαρή συζήτηση» μεταξύ των ανδρών...

  1. (Στην δημόσια υπηρεσία):
    Υπάλληλος Α:
    - Εσείς τί περιμένετε;
    Διοικούμενος:
    - Να μιλήσω στον κύριο προϊστάμενο για μια υπόθεσή μου...
    Υπάλληλος Α:
    - Έχει συμβούλιο ο κύριος προϊστάμενος και θ’ αργήσει. Εξ άλλου έχει πάει μια παρά τέταρτο.
    Διοικούμενος:
    - Δεν πειράζει, θα τον περιμένω.
    - Τί να σας πω, αν δε βαριέστε...
    Υπάλληλος Β που βάζει το σακάκι του:
    - Εγώ λέω να περιμένετε λίγο ακόμα. Να, τώρα θα βγάλουμε και νεραντζάκι!

  2. (Τάβλι):
    - Δε μου λες, αυτά τα πούλια εκεί πότε θα τα βγάλεις έξω; Τί τα κλωσάς που έχω αρχίσει το μάζεμα;
    - Περιμένω να φέρεις εξάπαντος, να σε πιάσω.
    - Άνοιξε το τριώδιο! Καλά περίμενε συ, τώρα θα σου βγάλω και νεραντζάκι...
    - Τώρα θα φέρεις μικρομέγαλο!
    - Εξάρες! Μην ανησυχείς εσύ! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...

Σ.Σ. 1. Εξάπαντος = έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει. 2. Μικρομέγαλο = μικρό και μεγάλο ζάρι π.χ. 6-3, έσχατη ευκαιρία ώστε ή να γκελάρει το ένα και να μείνει ανοιχτό ή να μείνει περιττός αριθμός στα πίσω και με την επομένη ν’ αφήσει κλπ.
3. «Παραπάνω από διπλό δεν πάει» = σκωπτική έκφραση (όπως και το «μέχρι διπλό πάει»), που δήθεν «καθησυχάζει» τον αντίπαλο ότι αποκλείεται να το χάσει τριπλό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυχησιάρικη έκφραση στο τάβλι. Όταν κάποιος προηγείται θεαματικά, τότε και καλά καθησυχάζει αυτόν που χάνει ότι δεν πρόκειται να του το πάρει τριπλό (όπως θα μπορούσε, δηλαδή, αν επετρέπετο από τους κανονισμούς του ταβλιού). Υπάρχει δηλαδή ένα πλαφόν στη συντριβή.

Χρησιμοποιείται και εκτός ταβλιού όταν θέλουμε να καθησυχαστούμε ότι υπάρχει ένα πλαφόν στη νίλα που έχουμε πάθει, ή, αντιστρόφως, να λοιδωρήσουμε τον συνομιλητή μας για την ζημιά που έφαγε. Στη ζωή βέβαια ισχύει το αντίθετο, ότι υπάρχουν πάντα και χερότερα...

  1. - Δε μου λες, αυτά τα πούλια εκεί πότε θα τα βγάλεις έξω; Τί τα κλωσάς που έχω αρχίσει το μάζεμα;
    - Περιμένω να φέρεις εξάπαντος, να σε πιάσω.
    - Άνοιξε το τριώδιο. Καλά περίμενε συ, τώρα θα σου βγάλω και νεραντζάκι...
    - Τώρα θα φέρεις μικρομέγαλο!
    - Εξάρες! Μην ανησυχείς εσύ! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...
    (Παράδειγμα Χότζα εδώ).

  2. - Άσε ρε συ, δεν φτάνει που μου φόρεσε ένα κέρατο η Λίτσα 24 κερατίων, αλλά της επιδίκασε το δικαστήριο και τα παιδιά, και το σπίτι μου, και θα της πλερώ και διατροφή να χαίρεται τον κερατοβόλο της έρωτα.
    - Μην ανησυχείς φίλε μου! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον τρόπο που φτιάχνεται ο τραχανάς δημιουργούνται παρομοιώσεις, που οδηγούν την έκφραση και στο να σημαίνει:

  1. Απλώνω τα πούλια μου στο τάβλι, έτσι ώστε να είναι ανυπεράσπιστα. Συνώνυμο: χύνομαι.

  2. Για όσους γράφουν εργασίες, απλώνω όλη την βιβλιογραφία μου στο πάτωμα, ώστε να μπορώ να την συμβουλεύομαι ταυτοχρόνως. Είναι μια φάση των Μάστερ, Πουτσουντού κτλ, και η έκφραση παίζει στην ακαδημαϊκή επαγγελματική αργκό.

  1. - Άμα έχεις απλώσει τραχανά έτσι, εγώ φταίω που σε πλακώνω;

  2. - Πήγα να με φιλοξενήσει η Μαρία στο Πούτσεστερ, όπου σπουδάζει, να δούμε και τα αξιοθέατα της μεσαιωνικής πόλης, αλλά είχε πολλή δουλειά για να γίνει μαστόρισσα και κάθε μέρα άπλωνε τραχανά. Δεν είχαμε πού να πατήσουμε μέσα στο σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που απευθύνει ένας ταβλαδόρος στον αντίπαλό του όταν τον έχει σκίσει, αλλά, παρά το στραπάτσο, αυτός δεν παρατάει το παιχνίδι, αλλά επιμένει να συνεχίσει μέχρι τέλους μπας και φέρει 3 εξάρες στο μάζεμα και γλιτώσει το διπλό. Με αυτή την έκφραση ένας καλός ταβλαδόρος δηλώνει τη βαρεμάρα του (μια και το παιχνίδι έχει κριθεί και δεν έχει κανένα νόημα να συνεχιστεί μέχρι τέλους) αλλά και την αναξιοπρέπεια του αντιπάλου του ο οποίος δεν παραδέχεται τη συντριβή του, αλλά τραβάει μέχρι τέλος μπας και ξεκωλωθεί και σώσει τα προσχήματα. Η έκφραση αυτή ακούγεται κατά κόρον στα φοιτητικά στέκια της Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από κάποιο φυλακισμένο ο οποίος μετά την έξοδό του τη διέδωσε στον έξω κόσμο. Οι φυλακισμένοι, ως γνωστόν, μια που δεν έχουν να κάνουν τίποτα όλη μέρα και έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο, ασχολούνται με διάφορα αθλήματα (τάβλι, πρέφα, παπάς). Ο Ρωχάμης, σαν ισοβίτης που ήταν, είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Δεν ξέρω αν ήταν καλός ταβλαδόρος, όμως φαίνεται ότι είχε κάποια αξιοπρέπεια γιατί λέγεται ότι τις παρτίδες που έχανε τις παρατούσε αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα του αντιπάλου. Έτσι βγήκε αυτή η έκφραση της οποίας η χρήση κάποιες φορές ίσως αδόκιμα επεκτείνεται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που κάποιος προσπαθεί να αποτρέψει κάποιον άλλον από το να κάνει κάτι το οποίο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται αντιληπτό από τον δεύτερο.

Τι θα γίνει ρε Νικολάκη, θα πάμε καμιά φορά σπίτια μας; Σου έχω πιάσει την παραμάνα... Τι περιμένεις για να τα παρατήσεις; Αυτή την παρτίδα δικέ μου δεν την παίζει ούτε ο Ρωχάμης, πάρ' το χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλάγη του ασσόδυο, όπου ο ρίπτων ανθίζεται το αναπόφευκτο, γιατί στο τάβλι, σε αντίθεση με το σκάκι, καλή η εμπειρία αλλά πρέπει και να το 'χεις!

Το χασσόδυο είναι ιδιαίτερα εκνευριστικό:
α) στις πόρτες στο μάζωμα,
β) στο φεύγα στο άπλωμα
γ) στο γκιουλ γενικώς

Αντίθετα στο πλακωτό το χασσόδυο μπορεί να είναι και θεϊκή ζαριά, όταν κάνεις τις μηχανές κράτει και τα νεύρα του άλλου τελατίνι.

- Όχι ρε συ, πάλι χασσόδυο!
- Έλα, τι να πώ και 'γω που φέρνω όλο πεντάρες.
- Α, θα στο σπάσω το κεφάλι σήμερα, δεν γλυτώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.

  2. Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.

  3. Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).

  1. (Από τις ειδήσεις)
    Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.

(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).

  1. Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.

  2. Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified