Τα έχω φτιαγμένα με κάποιον, δηλαδή έχω δεσμό.
- Με ποιαν τα έχει ο Μήτσος τώρα, ξέρεις;
- Ναι, με τη Λίτσα.
- Τη Λίτσα; Τι της βρήκε;
- Ε τον τύλιξε μωρέ...
Τα έχω φτιαγμένα με κάποιον, δηλαδή έχω δεσμό.
- Με ποιαν τα έχει ο Μήτσος τώρα, ξέρεις;
- Ναι, με τη Λίτσα.
- Τη Λίτσα; Τι της βρήκε;
- Ε τον τύλιξε μωρέ...
Got a better definition? Add it!
Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε δεσμό, αλλά καμιά φορά μπορεί να σημαίνει και «τα έχω βαλει» με κάποιον. Δηλαδή είμαι μαλωμένος.
-Ο Μήτσος μου είπε να σε ρωτήσω γιατί όποτε τον βλέπεις στο δρόμο γυρίζεις από την άλλη και κάνεις ότι δεν τον είδες.
-Ε τα έχω μαζί του ρε... θα πηγαίναμε γήπεδο και ξαφνικά το ακύρωσε και καλά γιατί ήταν άρρωστος, και τελικά πήγε με τον Μάκη... δε θέλω πολλά-πολλά...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.
Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...
Got a better definition? Add it!
Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.
Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.
- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.
Got a better definition? Add it!
Στην φράση τα έχω παίξει (παρακείμενος): κουράστηκα, εξαντλήθηκα. Συνώνυμο: Τα 'φτυσα
Στην φράση: τα έπαιξα, τα 'παιξα (αόριστος): φοβήθηκα, χέστηκα πάνω μου.
Στην φράση τί παίζει; ή παίζει κάτι: τι συμβαίνει, πώς έχει η κατάσταση ή τι πρόκειται να συμβεί;
Συνώνυμα: Τι τρέχει;
- Φαίνεσαι ψόφιος... δεν κοιμήθηκες χθες;
- Όχι ρε, απλά από το πρωί τρέχω για να τακτοποιήσω υποχρεώσεις, τα έχω παίξει από το περπάτημα...
- Πού να σ'τα λέω, χθες το βράδυ με πήρε στο κυνήγι ένας σκύλος, τά 'παιξα σου λέω...
- Τι παίζει ρε παιδιά; Τραβάτε κανά ζόρι;
- Όχι ρε φίλε, χαλάρωσε. Μια μικρή παρεξήγηση, λύθηκε!
...
- Τι παίζει για απόψε παίδες;
- Λέμε να πάμε σε μπαράκι.
Got a better definition? Add it!
Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.
Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.
Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...
Got a better definition? Add it!
Τρώω ξύλο. Με την αντωνυμία τις εννοούνται οι σφαλιάρες.
- Τι γίνεται ρε; Πέφτει ξύλο; Πάμε να δούμε τι γίνεται!
- Τι λες ρε, για να τις μαζέψουμε κι εμείς; Κάτσε στ' αυγά σου!
- Αυτή η διαχειρίστρια χτύπησε το θυροτηλέφωνο πρωί πρωί και έδινε εντολές πάλι...
- Πάλι καλά που δεν με ξύπνησε, γιατί θα κατέβαινα κάτω και θα μάζευε καμία... Άχτι την έχω την τρελή!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.
- Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
- Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
- Ωχ! Και τι έκανες;
- Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!
- Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
- Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
- Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified