Παραδόξως το «μου την σπάει» έχει όλως αντίθετη έννοια από το «τα σπάει». Σημαίνει μου την δίνει, με χαλάει και είναι πιο κοντά στο σπασαρχίδιασμα.

Μου την σπάνε οι σλανγκαρχίδηδες! Άσε με να κάνω λάθος, μην παριστάνεις τον Θεό, δεν μ' αρέσουν οι σωτήρες, δεν γουστάρω να σωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μια πιο κόσμια μορφή της φράσης έκλασα μέντες, τα είδα όλα, κοινώς σκιάχτηκα! (τώρα γιατί 3 και 5 και όχι και 10, άλλο αυτό).

το παράδειγμα νομίζω περιττό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κνησμός των γλουτών συνήθως οφείλεται σε φλύκταινες, μυκητίαση, ψώρα, αποικισμό καβουρομουνόψειρων ή απλώς λίγδα. Μια επίσκεψη σε δερματολόγο, ή η αποκατάσταση των διπλωματικών σου σχέσεων με το σαπούνι ενδείκνυνται, και καθάρισες.

Στον Σλανγκείδιο όμως Χώρο, το να σε τρώει ο κώλος σου συνεπάγεται κάτι το εντελώς διαφορετικό: το ότι με την συμπεριφορά σου προκαλείς την τύχη σου και πας φιρί-φιρί να φας ξύλο ή / και τα μούτρα του. Η παλαιάς κοπής αυτή έκφραση που αενάως ανακυκλώνεται από γονέα σε παιδί και διατηρεί ακόμα μια κάποια αίγλη και φρεσκάδα.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τρώει o κώλος μου για φασαρία
Την πορεία του Πολυτεχνείου εννοώ … Από 0 χρονών με κουβαλάγανε στην πορεία του Πολυτεχνείου, πάντα με το μπλοκ του ΚΚΕ…Ήμουν στην τρίτη γυμνάσιου όταν δεν άντεξα άλλο την πολύ ‘νομιμοφροσύνη’, την κοπάνησα και πήγα με τα ‘κωλόπαιδα’ τους ‘αλήτες’ τους ‘γνωστούς-άγνωστους’ τους ‘αναρχοτετοιους..’ (...)
Μέχρι και στη Γένοβα ήθελα να πάω τότε αλλά, φυσικά, δεν μ’ αφήσανε…Έπεσε και μουρμούρα από την οικογένεια αλλά δεν τους έπαιρνε…(...) Πέρυσι και πρόπερσι είχα ‘φρονιμέψει’ και ξαναπήγα με το ΚΚΕ.
(Από εδώ)

(από nick, 13/05/09)(από patsis, 04/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλεις κάτι τόσο πολύ, τόσο ώστε να παραβλέπεις τις πιθανές επιπτώσεις ή ρίσκα και να εκτίθεσαι σε κινδύνους.

  1. Εμ, τα θέλει και σένα ο κώλος σου μαναμ'! Φραπέ με το Λίλιαν δεν ήθελες; Μην παραπονιέσαι που έχεις μύκητες στο παπάρι σου τώρα! Με τόσους που έχει φραπεδιάσει αυτή και λίγα παράσημα πήρες!

  2. Ρε, τον μαλάκα ρε! Πήγε και καρφώθηκε στην κολόνα! Τα ήθελε όμως ο κώλος του, αφού κάθε φορά που οδηγάει τον χάρο γαμιέται στα μπαντιλίκια.

no comment! (από BuBis, 11/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του έχει σαλέψει: είναι σαλεμένος, του έστριψε η βίδα, τον έχασε τον νου του, έχει βαρέσει μπιέλα, χάνει λαδάκια, χάνει από την τσιμούχα, είναι τρελός.

M' έχεις μαγέψει μου 'χεις ανάψει τον πυρετό και το μυαλό μου έχει σαλέψει να σε χορτάσω αχ δε μπορώ. Ξανά, ξανά, έλα και φίλα με ξανά...

Γιατί είναι ανόητος ο πόνος μου, και θα πουν οι άλλοι ότι έχω σαλέψει που κλαίω τόσο. Για μιαν αγάπη κλαίω.

Έχει σαλέψει ο άνθρωπος... αυτοί οι ψυχολόγοι, γιατί δε μαζεύουν υπογραφές για να τον κλείσουν κάπου;

Πάνε αγόρι μου να βρεις καμιά γκόμενα να ξεδώσεις γιατί έχεις σαλέψει...

(από ο αυτοκτονημενος, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα πρήζω - μου τα πρήζεις - πρήξιμο:
Η τελευταία φράση που ακούγεται ΠΑΝΤΑ μετά από κήρυγμα γονέως, ή πάσης άλλης φύσεως κηδεμόνα.

Πρήξιμο είναι η κατάσταση κατά την οποία έχεις φάει χυλόπιτα, στο καπάκι σου στράβωσε η υπόθεση με άλλη γκόμενα, έρχεσαι κατά τις 1 το πρωί στο σπίτι, και βλέπεις μπαμπαδομαμάδες να σε περιμένουν, και να αρχίζουν με κάτι σαν αυτό:

Ρε αλητάμπουρα. Ρε κοπρόσκυλο της κοινωνίας. Ρε μου 'φαγες τα σ(υ)κώτια (το αντίστοιχο δεν είναι αυτό που νομίζεις των γονέων), που σε μεγάλωσα με 542.378 κόπους και 992.561 στερήσεις (!) για να μου γίνεις αλήτης, να γυρνάς 1 η ώρα στο σπίτι και να μπεκροπίνεις στα μπουζούκια...

(Ο έφηβος, αν δεν έχει κοιμηθεί, μονολογεί):

— Ω ρε πρήξιμο!

μας τα χεις κανει μπαλονια... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε οτιδήποτε θέλουμε να δώσουμε έμφαση ότι το κάνουμε. Μέχρι καί το παρακάνουμε.

- Και του έδωσαν και κατάλαβε στο χορό.

- Μπράβο στο συγγραφέα, του έδωσε και κατάλαβε.

- Έδωσε «τροφή» για ρεπορτάζ στους δημοσιογράφους του καναλιού, οι οποίοι του έδωσαν και κατάλαβε.

- Χθες είδα μια ταινία στο dvd στην οποία η πρωταγωνίστρια για να εκδικηθεί τον βιαστή της, πήρε ένα μαύρο στραπ-ον και του έδωσε και κατάλαβε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η έκφραση «τα σκάω» χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος πληρώνει αδρά για κάτι. Η πιο ακραία και σλανγκική χρήση της έκφρασης αυτής είναι ως φαλλοκρατικό συνώνυμο του γαμάω. Πιθανότατα να έχει ρίζες στη πρακτική του μπουκάκι, όπου το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται το άρθρο «τα» γίνεται αμέσως εμφανές (τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται...). Επίσης, ανήκει στην ίδια εκφραστική οικογένεια με το «Πάρ'τα μωρή!»

- Τελικά τι έγινε με την Αφροξυλάνθη χθες; Κάνατε έρωτα ήήή φιλάκια κι έτσι;
- Τι έρωτα και αρχιδιές μου λες ρε κακομοίρη...Της τά'σκασα κανονικά. Της έδωσα να καταλάβει τι εστί Βάγγουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified