Κάνω παρατήρηση σε κάποιον, επιτιμώ κάποιον.
- Εμ βέβαια, πού να σου κάτσει γκόμενα με αυτά τα καφρομεταλλάδικα που ακούς;
- Βρε άντε γαμήσου μωρή Λουκία που θα μου την πεις! Άκου τις φλωριές σου εσύ βρωμόπουστα!
Κάνω παρατήρηση σε κάποιον, επιτιμώ κάποιον.
- Εμ βέβαια, πού να σου κάτσει γκόμενα με αυτά τα καφρομεταλλάδικα που ακούς;
- Βρε άντε γαμήσου μωρή Λουκία που θα μου την πεις! Άκου τις φλωριές σου εσύ βρωμόπουστα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα αμετάβατο, δεν κάνω τίποτα.
- Βαριέμαι, όλη μέρα ξύνω!
- Τις τελευταίες μέρες όλο ξύνω!
- Έξυσα πολύ το Σαββατοκύριακο που δεν δούλευα!
Βλ. και το ξύνω.
Got a better definition? Add it!
Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.
– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.
Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.
Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω
Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;
Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.
Got a better definition? Add it!
Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!
Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.
Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!
— Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
— Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;
Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.
Got a better definition? Add it!
Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.
Got a better definition? Add it!
Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...
Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;
Got a better definition? Add it!
Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Got a better definition? Add it!
Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.
- Πρόσεχε θα πέσεις!
- Μη φοβάσαι, τό 'χω.
- Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
- Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!
Got a better definition? Add it!
Την γαμήσαμε + την κάτσαμε τη βάρκα.
Δηλώνει ύψιστη αποτυχία και καταστροφή που έχει προκληθεί όταν κάτι δεν πάει καλά ή κάποιο σχέδιο δεν πραγματοποιείται και έχει δυσάρεστες συνέπειες.
Αν δε μας κάτσει έτσι όπως σου λέω, πάει... Τη γαμήσαμε τη βάρκα..!
Είχαν ξεκινήσει όλα ωραία και καλά... Μετά άρχισαν οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις... Ε στο τέλος πάει, τη γαμήσαμε τη βάρκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.
- Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.
- Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.
Got a better definition? Add it!