Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανοίγει τρύπα στον πάγο κι αρχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Ακούγεται φωνή: «Δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος συνεχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Πάλι φωνή: «Δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος αναρωτιέται ποιός νά 'ναι μες την ερημιά. Συνεχίζει να ψαρεύει. Δεν τσιμπάει. Η φωνή ξανά: «Σου είπα, δεν έχει ψάρια στον πάγο». Τύπος σταματάει να ψαρεύει και φωνάζει: «Κι εσύ πού το ξέρεις; Ποιος είσαι, δηλαδή;». Και η φωνή απαντάει: «Ο φύλακας του παγοδρομίου. Μαλάκα. Τόση ώρα δεν ακούς το μεγάφωνο;».

Το δεν έχει ψάρια στον πάγο είναι άλλο ένα παράδειγμα ατάκας που αυτονομήθηκε από το ανέκδοτό της. Λέγεται για να τονίσουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν θα βρει ή δεν θα καταφέρει αυτό που θέλει και είναι μάταιο να συνεχίσει την προσπάθεια.

- Γιάννη μου, στο είπα και στο ξαναλέω... δεν έχει ψάρια στον πάγο... τριάρι στο Ναυαρίνο με τρακόσια ευρώ δεν υπάρχει... γιοκ βαρ, που λεν κι οι Τούρκοι.

(από poniroskylo, 07/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα τρισμέγιστου ανεκδότου με σόλο καριέρα (η ατάκα, όχι το ανέκδοτο). Δυστυχώς, το ανέκδοτο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αφηγηματικές τεχνικές που δεν μεταφέρονται στον γραπτό λόγο.
Όπως διαφαίνεται από την φράση, χρησιμοποιείται όταν δεν καταλάβαμε αυτό που μόλις ακούσαμε, ή μετά απ'το άκουσμα εσκεμμένα αινιγματικής φράσης (ξέρεις, όταν κάποιος το παίζει έξυπνος στα γκομενάκια).

  1. Ο Κόναν πληροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι και μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη σοφία της ζωής. Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
    Περνάει την Έρημο της Δίψας, το Φαράγγι Χωρίς Πάτο, ξυστά απ' το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, και μετά από πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Μηδέν Βαθμών Κέλβιν, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας, το οποίο βλέπει να χάνεται μέσα στα σύννεφα.
    Αρχίζει την ανάβαση, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι τον προστατεύει απ' το κρύο.
    Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα στην κορυφή και βλέπει το κάστρο του Γέροντα να ορθώνεται απροσπέλαστο μπροστά του.
    Η ξύλινη πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, σιδερένια, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά σιδερένια πόρτα πέφτει με θόρυβο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, στην οποία ο γέροντας συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του καθισμένος στον θρόνο του.
    Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού.
    - Ρησπέκτ, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
    - Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
    - Μιλάς με γρίφους, γέροντα...

  2. Από το βιβλίο του Sun Tzu, The Art of War: One may know how to conquer without being able to do it.
    (βλ. πχ εδώ)
    Αυτός ο γέροντας κι αν μιλάει με γρίφους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσία άχρωμος, πλην, όμως, έχουσα χαρακτηριστική οσμή.

Ανακαλύφθηκε ταυτόχρονα από τέσσερα (4) άτομα το 1987, λίγο πριν ο Αργύρης (καλά, ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη) βαρέσει τις βολές που έστειλαν άπειρους πιτσιρικάδες να σπάνε ταμπλό και να κακοποιούν στεφάνια στις μπασκέτες των σχολείων.

Εκλύεται όταν επίκειται σημαντικό γεγονός, καλό ή κακό, και συνήθως γίνεται αντιληπτή κοντά στο θέατρο του γεγονότος και μόνο από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Πληροφορίες θέλουν την ομάδα BAN να διαθέτει ανιχνευτές τιρινίνης που διασκορπίζει ανά την επικράτεια.

  1. (Το ανέκδοτο)
    Ο Καμπούρης βρίσκεται στη βολή, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη. Ο Γιαννάκης του χτυπάει τον κώλο και του λέει:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας ρε μαλάκα Γιαννάκη να βάλω καμία βολή να πούμε!
    Ίδια ιστορία και ο Φασούλας:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας κ συ ρε μπας και πάρουμε καμιά κούπα εδώ μέσα...
    Βαράει την πρώτη βολή, μέσα. Ιαχές εξέδρας κτλ.
    Παίρνει την μπάλα για τη δεύτερη βολή, τον πλησιάζει ο Γκάλης:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Τι πάθατε όλοι σήμερα να πούμε, δε μπορώ να συγκεντρωθώ...
    Βάζει και τη δεύτερη βολή και ακούγεται απ' το υπερπέραν και το επέκεινα η μελωδία του Final Countdown:
    - Τιρινίνιιιι τιρινίνινιιι τιρινίνιιιι τιρινίνινίνινιιιιι!

  2. (καθηγητής μαθηματικών 1ης λυκείου, με το καλημέρα)
    - Βγάλτε μια κόλλα χαρτί να γράψετε πρόχειρο.
    (αλάνι μαθητής, χαμηλόφωνα)
    - Μου μυρίζει τιρινίνι.

  3. - Βλέπεις το γκομενάκι απέναντι πώς σε κοζάρει;
    - Μου μυρίζει τιρινίνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βγήκε από παλιό ανέκδοτο (βλ. παράδειγμα 1) και η οποία τονίζει την απλή έκφραση «αρχίδια». Είναι διπλής σημασίας. Αφενός δηλώνει ένδειξη υποτίμησης προς τον συνομιλητή μας, αφετέρου σημαίνει ότι γνωρίζουμε το ανέκδοτο άρα και το πόσο μαλακία είναι να ειρωνευόμαστε τον συνομιλητή μας αυτόν αφού κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μας λέει κάτι το σωστό.

  1. Μια κυρία ψάχνει να βρει ένα σκυλάκι για το σπίτι το οποίο να έχει κάτι το ξεχωριστό. Της δείχνουν από δω κι από κει πολλά. Το ένα ξέρει να διαβάζει, το άλλο να κάνει ζαπ στα κανάλια, το τρίτο να κάνει τούμπες στον αέρα, κανένα δεν της κάνει. Τελικά της φέρνουν ένα πολύ μικρούλι.
    - Και τι να το κάνω αυτό εδώ;
    - Α, κυρία μου, της λέει ο μαγαζάτορας, όλα κι όλα. Το σκυλάκι αυτό ξέρει πολεμικές τέχνες. Δεν έχετε παρά να του πείτε τη λέξη «καράτε» μαζί με το αντικείμενο που θέλετε να σπάσει. Να: «Τραπεζάκι καράτε!» -και το σκυλάκι σπάει στα δύο ένα τραπεζάκι... «Κρεβάτι καράτε!» και κόβει στα δύο ένα ολόκληρο κρεβάτι...
    Η κυρία ενθουσιάστηκε.
    - Προσέξτε μόνο πότε θα λέτε αυτή τη λέξη! της λέει ο τύπος.
    Πήρε λοιπόν το σκυλάκι η κυρία και το έφερε σπίτι. Μόλις το είδε ο σύζυγός της, έβαλε τα γέλια.
    - Τι περίληψη σκύλου είναι αυτή που έφερες!
    - Ναι, αλλά ξέρει πολεμικές τέχνες.
    - Μπα;
    - Ναι, ξέρει καράτε.
    - Καράτε;! Κααλά! Αρχίδια καράτε...

  2. - Μαλάκα, μην μπεις πιωμένος στα κύματα, θα σε μαζεύουμε όπως τους τουρίστες, κανόνισε!
    - Αρχίδια καράτε ρε μεγάλε, σιγά τι ήπια και σιγά και το κύμα...
    (η συνέχεια στα επείγοντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής παροιμίας «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» και χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλήγει σε εντελώς πρόωρα συμπεράσματα βάσει καθαρά θεωρητικών και επινοημένων σεναρίων. Η έκφραση προέρχεται από παλιό ανέκδοτο που ακολουθεί.

(Δύο άγνωστοι πιάνουν κουβέντα σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο).

- Καλημέρα κοπελιά, με λένε Θανάση! - Γεια σου Θανάση, είμαι η Λίλιαν. Ήρθες και συ να ταΐσεις τις πάπιες;

(Από την αρχή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και η συζήτηση γρήγορα στράφηκε σε προσωπικά θέματα).

- Ο Περικλής ήταν δυο χρόνια μικρότερος από τον πατέρα μου... Πηρά την δύναμη να τον χωρίσω, έχοντας διαβάσει Γιαλόμ που γράφει για τις σχέσεις ότι...

(Η χημεία μεταξύ των δύο ήταν εκρηκτική και γρήγορα άρχισαν να ονειροπολούν…)

- Θανάση, ούτε ένα τέταρτο δεν μιλάμε, αλλά αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε μια αιωνιότητα...
- Λίλιαν το ίδιο αισθάνομαι και εγώ. Νιώθω πιο κοντά μαζί σου απ΄ ότι αισθάνθηκα ποτέ για οποιαδήποτε άλλη…
- Είναι κισμέτ! Θα μπορούσα να μιλάω μαζί σου για όλη μου την ζωή…

(Πιάνουν χεράκια…)

- Φαντάσου Λίλιαν, εάν έβρισκα τελικά δουλειά, θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο όμορφο διαμέρισμα, την φωλίτσα μας… - Αχ, εσύ θα γύριζες κατάκοπος από το γραφείο, θα σου έκανα σιάτσου με σουτζουκάκια…
- Και μόλις πάρω bonus θα μετακομίσουμε στη μονοκατοικία των ονείρων μας στην Εκάλη. Θα αγοράσω ένα Doberman, τον Φρίξο, να μας προστατεύει...
- Να κάνουμε και ένα παιδάκι;
- Ναι αγάπη μου, είναι αγόρι! Πώς θα το βγάλουμε;
- Γιαννάκη.
- Τι όμορφο κουκλί ο Γιαννάκης!
- Σου μοιάζει αγάπη μου, έχει τα «τούτα σου».
- Γούτσου-γούτσου-γούτσου ο Γιαννάκης μας!
- Ωχ Θεέ μου, λες να μας πάθει κάτι το παιδί μας;
- Την ώρα που τον πηγαίνει βόλτα με το καροτσάκι, η γιαγιά παθαίνει εγκεφαλικό ..
- Και το καροτσάκι τσουλάει προς την Κηφισίας...
- Ααααααααα! Μια τριαξονική νταλίκα!!!
- Το ΠΑΤΗΣΕ!!!!! - Ουυυ-ουυυυυ-ουυυυυυ (κλάμα και οι δύο)
- Αδικοχαμένε Γιαννάκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από ανέκδοτο παιδικής ηλικίας, μάλλον δημοτικό (όχι ρεμπέτικο). Υπήρχε και άλλο ανέκδοτο με ορόφους και αράπηδες, με μάγους, δεν ξέρω γιατί ήντουνε μόδα τότε.
Πα να πει «πλέον δεν παίζουμε», «τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα» και άλλα τέτοια.

Το ανέκδοτο:
Ένας τύπος πάει σε ένα ινστιτούτο αδυνατίσματος για να ρίξει τις πατσές. Του κάνουν πρόγραμμα με πολύ τρέξιμο για φου-κού: μπαίνει σε μια αίθουσα στον πρώτο όροφο, κλείνει η πόρτα και ο αράπης που είναι μέσα λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε». Ξεκινάει το κυνήγι, τρέχουν, τρέχουν, και με το που πάει να τον ακουμπήσει ο αράπης, ντλιν η σωτηρία. Κάθεται κάποιες μέρες στον ίδιο όροφο, καλυτερεύει η φου-κού, ανεβαίνει στον επόμενο όροφο. Πάλι αράπης, πιο νταβραντισμένος και πιο γρήγορος όμως, πάλι «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε», αλλά τώρα του κουδουνάκι αργεί και το σασπένς ανεβαίνει. Ανεβαίνει κάμποσους ορόφους και φτάνει στον τελευταίο, στον οποίο ο αράπης είναι εξαιρετικά μοχθηρός και λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει».

Παράδειγμα:
- Αύριο μπαίνω φαντάρος, στο Μεγάλο Πεύκο. Ξέρεις, εκεί που ήτανε κι ο γιος του Πλεύρη.
- Εκεί, αγόρι μου, κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει.

"Θανούλης Πλεύρης - Ο μη φλώρος (Ράδιο Αρβύλα)" (από patsis, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified