Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.
  Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)
  
  Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)
  
  Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)
  
  Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)
  
  Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).
  
  Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)
  
  Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)
  
  Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)
  
  Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)
  
  Κέκι, το: Κέικ (< cake)
  
  Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)
  
  Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)
  
  Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)
  
  Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)
  
  Λέκι, το: Λίμνη (< lake)
  
  Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)
  
  Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)
  
  Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)
  
  Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)
  
  Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα  (< money order)
  
  Μουβαίνω: κινούμαι (< move)
  
  Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)
  
  Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)
  
  Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)
  
  Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)
  
  Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)
  
  Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός  (< bill)
  
  Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)
  
  Μπόξι, το: Κουτί (< box)
  
  Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)
  
  Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)
  
  Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)
  
  Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)
  
  Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)
  
  Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)
  
  Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)
  
  Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)
  
  Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)
  
  Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)
  
  Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)
  
  Ρουφιάνος, o:  Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)
  
  Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)
  
  Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)
  
  Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)
  
  Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)
  
  Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)
  
  Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)
  
  Στόφα, η: Φούρνος (< stove)
  
  Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)
  
  Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)
  
  Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)
  
  Τσέκι, το: Επιταγή (< check)
  
  Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)
  
  Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)
  
  Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)
  
  Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)
  
  Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)
  
  Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)
  
  Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)
  
  Φλώρι, το: Πάτωμα  (< floor)
  
  Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer) 
  
  Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)
  
  Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)
  
  Χήτα, η:  Καλοριφέρ (< heater)
  
  Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)