Further tags

Αυτοκίνητο (συνήθως) που βγάζει συνεχώς προβλήματα και θέλει να του ρίχνεις συνεχώς λεφτά. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα μηχανήματα (π.χ. βάρκες) και, σπανιότερα, για σπίτια.

- Αχ, ερωτεύθηκα ...
- Ποιαν, ρε; Την ξέρω; Όνομα;
- Τζούλια ... Αααχ ...
- Τζούλια; Δεν την ξέρω ... Ελληνίδα είναι;
- Όχι ... Ιταλίδα ... Αααχ ... άααχ ...
- Ιταλίδα, ε; Και πόσω χρονών είναι ...
- Του '72 ... - Μεγάλη, ρε ... Κοντεύει τα 40
- Ναι, αλλά είναι σε άριστη κατάσταση ... 160 τελική και 12.6 τα 100 επιτάχυνση ... - Επιτάχυνση; Καλά, ρε μαλάκα, για αυτοκίνητα μιλάμε τόση ώρα; - Εμ, γιατί μιλάμε ... Μια Αλφα Ρομέο Τζούλια GT 1300 Tζούνιορ ... σε τιμή ευκαιρίας ... Την έκλεισα και αύριο πάω να την πάρω ... - Όχι, ρε αγόρι μου ... μη το κάνεις αυτό ... κουμπαράς σκέτος είναι ... είχε ο Πάνος και την έδωσε προ διετίας ... συνέχεια τούβγαζε κάτι και δεν μπορούσε να βρει κι ανταλλακτικά ... άσ' το, μεγάλε ...

(από poniroskylo, 18/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιάτσα, η αγορά, εκεί που γίνονται τ' αλισβερίσια. Υπονοείται ότι είναι ένας χώρος ζόρικος όπου πρέπει νά 'σαι μάγκας και ξήγας για να επιπλεύσεις.

Τη λέξη τη συναντάμε συχνά στα ρεμπέτικα τραγούδια. Από τις συνδηλώσεις προκύπτει ότι στο κουρμπέτι οι μόρτες κονομούσανε τα προς το ζην από διάφορα μυστήρια νταλαβέρια - ουσίες, λαθραία, γυναίκες. Οι δε γυναίκες που είχαν βγει στο κουρμπέτι εκδίδονταν επί χρήμασι.

Έκτοτε η λέξη έχει ενσωματωθεί και, μοιραία, η σημασία της έχει εξασθενήσει. Βγαίνω στο κουρμπέτι σημαίνει πια, πολύ απλά, πιάνω δουλειά και είμαι χρόνια στο κουρμπέτι σημαίνει ότι δουλεύω επί πολύ καιρό, συνήθως σε κάποια εμπορική δραστηριότητα, και είμαι έμπειρος σ' αυτό που κάνω. Τη χρησιμοποιούμε τη λέξη με μια δόση αυταρέσκειας, για να δείξουμε ότι η δουλειά που κάνουμε είναι δύσκολη αλλά εμείς δεν μασάμε.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο και αραβικό gurbet = ξενιτειά, κάπου μακριά από το σπίτι. Η έννοια αυτή ίσως και να έχει επιβιώσει στην γνωστότερη ίσως χρήση της λέξης στα ελληνικά από τον Βαμβακάρη (βλ. παράδειγμα 3)

Σχετικό λήμμα: βέρι

  1. (Η πρώτη στροφή από «Το κουρμπέτι» του Τσιτσάνη)

Στο κουρμπέτι μια και θες να βγεις
πρόσεξε ρε βλάμη να μη τσαλακωθείς
κι αν θα σε πάρουνε χαμπάρι οι μάγκες
και θα σου κάνουνε μεγάλες ματσαράγκες.

  1. (Από το «Το Ταράφι και η Πιάτσα» των Πλέσσα-Καλαμαριώτη - ρεμπέτικο μαϊμού, πρώτη εκτέλεση Γιάννης Ντουνιάς)

Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
Μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
Κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
Και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία

Το ταράφι και η πιάτσα
Θέλουν μόρτη από ράτσα

  1. (Η τελευταία στροφή από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» του Βαμβακάρη)

Όλοι οι κουτσαβάκηδες
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικέφαλο σφυρί - το κεφάλι είναι κυλινδρικό (φωτό 1).

Παραδοσιακά ήταν ξύλινο και το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες. Τώρα κυκλοφορούν ματσόλες και από καουτσούκ.

Η λέξη έχει Ιταλική προέλευση. Επ' ουδενί, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο Σάντρο Ματσόλα, διάσημο Ιταλό μπαλαδόρο των δεκαετιών 1960-70 (φωτό 2).

Απλώστε κόλλα στις ξυλόπροκες, τοποθετήστε τις στις τρύπες και χτυπήστε τις με μια ματσόλα. (Από το www.idanikospiti.gr, οδηγίες για επισκευές σε πόρτες)

Μια σελεξιόν από ματσόλες (από poniroskylo, 04/07/08)Ο Σάντρο Ματσόλα με τη φανέλα της Ίντερ (από poniroskylo, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για ποδοσφαιρικό όρο ο οποίος μετακύλησε και στην χρηματιστηριακή ορολογία και υποδηλώνει μετοχές ιδιαίτερα άθλιων εταιρειών, όπως τα αλήστου μνήμης χαρτιά Ιντερσατ, Χαλυβδόφυλλα, Γκάλης, Ippotour, κλπ, τα οποία με την χειραγώγηση των λεγόμενων «λόμπι» έφεραν τρελά αλλά πρόσκαιρα κέρδη στους αλογομούρηδες το 1999. Στη τελευταία ανάλυση, η απονενοημένη επιλογή τους οδήγησαν στην μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου (προς το χειρότερο) στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

«...η Finansbank ! το σαπάκι των 800 εκ που αγοράστηκε 3,5 δις και τώρα ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ την ΕΤΕ...» (από Blog)

«Πάντα στο νου σου νάχεις τα γερά χαρτιά...μην βασιστείς ποτέ σου στα »σαπάκια«.»(από Blog)

«τι εγινε κυριε καραμανλη. τα ζομπυ αρχισαν παλι παιγνιδι στην σοφοκλεους. ολες οι σκατοφυλλαδες αρχισαν να διαφημιζουν τα περιφεριακα χαρτια της πλακας και να καλουν τον λαο να συμμετασχει στο παρτυ...καμμια εκατοστη σαπακια αρχισαν το χορο.υπαρχει εισαγγελεας;» επιτροπη κεφαλαιαγορας;« (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ηλεκτρικό κατσαβίδι τύπου μπλακεντέκε. Λέγεται τεμπέλης γιατί όχι μόνο εξυπηρετεί αυτούς που πρέπει να βιδώσουν πολλές βίδες σε λίγο χρόνο αλλά και αυτούς που έχουν πολύ χρόνο, λίγες βίδες και μεγάλη τεμπελιά.

  2. Είναι στο κάθισμα του αυτοκινήτου η βάση στήριξης του χεριού του οδηγού. Ανασηκώνεται και χρησιμεύει και ως ντουλαπάκι. Συναντάται στα νεότερα μοντέλα που ακολουθούν το πρότυπο της μερσεντές.

  1. Ρε Μήτσο, άσ' το κατσαβίδι και πιάσε τον τεμπέλη να τελειώνουμε!

  2. - Ρε Κατερίνα, πού στομπούτσο έχεις βάλει τα τσιγάρα;
    - Κάτω από τον τεμπέλη αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Στη αργκό των μπουρδελιάρηδων περιγράφει υπηρεσία κατά την οποία το πέος του πελάτη τρομπάρεται παλινδρομικά από την επαγγελματία μέχρι να παραχθεί το ζητούμενο σπερμώδες γάλα. Το τρομπάρισμα γίνεται συνήθως χειρωνακτικά και ενίοτε στο πόδι (βλ. ποδοφραπέ).

Για τους θαμώνες των στριπτιζάδικων, πρόκειται για τον υπέρτατο βαθμό περιποίησης που μπορεί να προσφέρει μια χορεύτρια σε ένα στριμωγμένο και συνωστισμένο «πριβέ» χώρο.

Για τους πελάτες οίκων απωλείας, αντιθέτως, το φραπέ είναι το πιο κοινότοπο και απέριττο συστατικό μιας μισθωτής ξεπέτας.

«Πήγα le cabaret με κάτι φίλους χρησιμοποιώντας τις καρτούλες που βρήκα στο ίντερνετ για δωρεάν χωρό. Δεν είχαμε λεφτά όλοι οπότε είχαμε σκοπό να κάτσουμε να πιούμε ένα ποτό να κάνουμε κ έναν χορό και να φύγουμε έχοντας πληρώσει 20€. Ε πήρα και εγώ μια κοπέλα για χορό, με πήγε πάνω και κατευθείαν άρχισε να μου τον πιάνει πάνω από το παντελόνι. Ε πήρα λίγο πιο πολύ θάρρος και άρχισα να την πιάνω παντού (ακόμα και κάτω) και αυτή με άφηνε. Σε κάποια στιγμή μου λεει με 100€ έξω από το μαγαζί κάνω ότι θες, θα σου δώσω το τηλ μου μετά... Ε τις λεω και εγώ για φραπέ, και μου λεει ότι μπορεί με 20€ φραπέ με γάλα, χωρίς να το μάθει το μαγαζί. Ε έσκυψε λίγο πάνω μου για να μην φαίνετε κ ξεκίνησε ο φραπές. Μόλις τέλειωσε τις έδωσα στα πεταχτά 20€ και έφυγα από το μαγαζί. με 40€ ήπια ποτό, μπάνισα τις γκόμενες, χούφτωσα αυτές που ήρθαν στο τραπέζι να με πείσουν για πριβέ και είχα και φραπέ με γάλα. Πραγματικά πολύ ευχαριστημένος!!!»

«..παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι! εμένα μου είχε τύχει πολλές φορές αλλά μόνο πάνω από τα ρούχα! Μια φορά όμως είχα πετύχει σε πριβέ μια τύπισσα που τον είχε βγάλει έξω σε ένα τύπο και του τον έπαιζε κανονικά με τα πόδια της μέχρι που έχυσε!!!! Σας έχει τύχει σε στριπτιζάδικο;»
(Αμφότερα από το forum του bourdela.com)

(από aias.ath, 18/11/11)(από GATZMAN, 01/05/13)\'Καφέδες\' παντός τύπου (από nobody, 20/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του αγγλικού thanks. Χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο, κυρίως στα εταιρικά μέηλ και δηλώνει ότι ο χρήστης του μπορεί να μετέχει αγγλικής παιδείας, αλλά κατά βάθος είναι ένα αγνό Ελληνόπουλο που δεν ξεχνά τις παραδόσεις του τόπου.

- Σου έστειλα μόλις το μέηλ με τα ρηπόρτζ.
- Θέγκζ! Άη απρησηέτ δάτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified