Further tags

Το post production, στην κινηματογραφική και τηλεοπτική γλώσσα, το στάδιο της παραγωγής που ακολουθεί μετά το γύρισμα. Αναφέρεται κυρίως στο μοντάζ και το μιξάζ (αν και περιλαμβάνει και πολλά άλλα όπως τη σύνθεση της μουσικής επένδυσης, τα ειδικά εφέ κλπ).

(πρρρτ!)
- Σόρρυ ρε Μήτσο! Μου ξέφυγε!
- Δεν πειράζει, συνέχει να παίζεις! Θα το κόψουμε στο ποστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Μια από τις πιο παλιές και διεθνώς διαδεδομένες επαγγελματικές αργκό και απορίας άξιο που δεν αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία στο slang.gr (ίσως οι διαχειριστές θα πρέπει να επιληφθούν).

Τα καραβίσια είναι κανονικά ελληνικά, μόνο που όλες οι τεχνικές λέξεις έχουν αντικατασταθεί με τα ελληνοποιημένα διεθνή αντίστοιχά τους, συνήθως αγγλικά, ώστε να είναι κατανοητές από το πλήρωμα (βλ. παράδειγμα) που αποτελείται σχεδόν πάντα από Φιλιππινέζους, Ινδονήσιους ή/και μαύρους.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (που το κανονικό του επάγγελμα ήταν μαρκόνης, δηλαδή ασυρματιστής στα καραβίσια) χρησιμοποίησε πολλές τέτοιες λέξεις στα ποιήματά του, γι' αυτό και όλα του τα βιβλία συνοδεύονται πάντα από γλωσσάρι.

- Τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!
- What;
- Ντου γιου σπικ ίγκλις;
- Yes!!
- Ε τράβα τους κάβους ρε μαλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.

Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.

Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.

Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»

Στο 3.30 (από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πάσης φύσεως ανεμιστήρες και βεντιλατέρια στα καραβίσια.

Από το αγγλικό fan=ανεμιστήρας.

(κλασσικό ψάρωμα)

Τρίτος μηχανικός: Παντελή, κατέβα λίγο στη μηχανή να δεις αν δουλεύει ο φάνης.
Δόκιμος: Μα δεν έχουμε κανένα Φάνη στο καράβι, ρε Μήτσο!

(από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).

Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.

εδώ κι εδώ

  1. «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
    Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »

Από: εδώ

  1. εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
    εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
    εκείνη : ντακορ
    και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλιμπάν αποκαλούνται τα μέλη φονταμενταλιστικής σέχτας Αφγανών ισλαμιστώνε.

Ο όρος παρείσφρησε στην εγχώρια σλανγκ, και έχει ήδη καταγραφεί με την έννοια του ριψοκίνδυνου που κάνει ταλιμπανιές, του ασυλλόγιστου, του θεούσου χριστιανοταλιμπάν, του ελλημπάν, και ταλιμπάν.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται επίσης με την ευρύτερη έννοια του υπέρ το δέον πυροβολημένου ζηλωτή, ψυχάκια ή σπασίκλα. Για παράδειγμα, ταλιμπάν αποκαλούνται στον ιδιωτικό τομέα οι συνήθως νεαροί και χαμηλόμισθοι πλην φιλόδοξοι υπάλληλοι που ξημεροβραδιάζονται στο γραφείο για να τελειώσουν σήμερα αυτό που θα μπορούσαν να τελειώσουν αύριο.

Πληθυντικός του Αραβικού طالبان (ταλίμπ), μαθητής.

Πέρυ: - Το κομμωτήριο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!

Ρένος: - Συμπάσχω φιλενάδα, κι εμένα με πέταξε στο δρόμο η Μεσσαλίνα κι έχω μαύρες αψιλίες. Για δεν στέλνεις κουκουρίκουλουμ στα Κεντρικά, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!

Πέρυ: - Σιγά μην πάρει γιαουρτομούνες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί προσλαμβάνουν μόνο κάτι δεκαοχτάχρονα δίμετρα ταλιμπάν ουκρανάϊζερ για να μοντάρουν από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Ρένος: - Κενωνία ψεύτρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού blast (έκρηξη, ανατίναξη), συντομογραφία του blastbeat, που σε μουσικό περιβάλλον δηλώνει τον ρυθμικό καταιγισμό στα ντραμς σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα των δεκάτων έκτων που εκτελούνται σε πολύ υψηλές ταχύτητες με σκοπό την δημιουργία της αίσθησης του χάους και της έντασης (περισσότερα εδώ).

Ως τεχνική και τρόπος εκτέλεσης, τα μπλαστμπλάστια, ή μπλαστμπιτ) έχουν συνδεθεί με τα πιο ακραία ιδιώματα της μέταλ, κατά κύριο λόγο αυτών του ντεθ (death) και του μπλακ (black) μέταλ, με ολίγον τι από θρας (thrash), αν και διάφοροι τρόποι εκτέλεσης αυτής της τεχνικής υπάρχουν και σε διάφορα κομμάτια της τζαζ.

Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, τα μπλαστ δεν είναι χαρακτηριστικό των παραπάνω ιδιωμάτων, ασχέτως με το αν έχει συνδεθεί πλέον με αυτά: Είναι μία ακόμη τεχνική των ντραμς, η οποία για να εκτελεστεί σωστά και καθαρά, θέλει μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική κατάρτιση, και δεν αποτελεί σε καμία, μα καμία όμως περίπτωση, χαρακτηριστικό κουλαμάρας ή ελλιπών τεχνικών δυνατοτήτων εκ μέρους του ντράμερ.

  1. (Εδώ)
    «Περίμενα όταν διάβαζα αυτό που είναι η κορύφωση στο εικονοπλαστικό επίπεδο τουλάχιστον
    The LORD shall smite thee with a consumption,
    and with a fever, and with an inflammation,
    and with an extreme burning,
    and with the sword,
    and with blasting,
    να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βίαιο, ίσως ένα μπλαστ με χαοτικές κιθάρες, κάτι, αλλά ο τύπος λέει απλά τους στίχους χωρίς κάποια αλλαγή στην ένταση κιόλας.»

  2. (Εκεί)
    «Ε ωραίο αλμπουμάκι είναι ρε παιδί αλλά πολύ καθαρό, ήθελε πολύ περισσότερη ΣΑΠΙΛΑ ο ήχος του. Καμιά φορά το ακούω με ψιλοενθουσιασμό και μετά το εικοστό λεπτό συνεχόμενου μπλαστ ο δίσκος παει για το μουσική + ύπνος θρεντ.»

  3. (Παραπέρα)
    «Δεν το μπερδευω πολυ απλα διευκρινιζω παρατηρησεις μου που αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει θα βρουν μπροστα τους. Το νοημα αυτων απλα οτι αν θελει κανεις να μαθει τυμπανα καλο θα ειναι να αφησει τα τριγγερ μεχρι πολυ μετα. Να μαθει να κανει σωστα μπλαστ και διπεταλλα χωρις βοηθηματα και αφου μαθει να παιζεi, τοτε να τα χρησιμοποιησει εκει που χρειαζεται.»

(από Mr. Cadmus, 30/08/10)(από Mr. Cadmus, 30/08/10)ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΛΟΥΚΑΡΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΤΕ - GEORGE KOLLIAS - YOUTUBE (ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΟ ΜΗΔΙ) (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 30/08/10)Γκούλαγκ, Τζακ και Νέλλυ, απ\' το 2:30 και μετά. Ντάμπλ τάιμ (μή σου πώ κουάντραπλ), και μπόλικο μπλάστ στα τύμπανα. (από vikar, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified