Further tags

Στην αργκό των πιλότων λέγεται όταν ο Νο2 επιβεβαιώνει επαφή με αρχηγό.

Ο αρχηγός του σχηματισμού, ο Νο1, ο οποίος προπορεύεται ρωτάει τον χειριστή που ακολουθεί:
«Έχεις οπτική επαφή; Με βλέπεις;»
«Γάτος!» απαντά ο Νο2 εφόσον όλα είναι εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πιλότων είναι το αντιτορπιλικό.

Στο σημείο κατευθύνονται δύο καρχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικά στην αργκό των πιλότων, είναι ο πιλότος αντιπάλου αεροσκάφους ή το ίδιο το μαχητικό αεροσκάφος, δηλαδή κατά κανόνα ο Τούρκος πιλότος ή το τουρκικό αεροσκάφος. Άλλωστε ο μπούφος είναι αρπακτικό πτηνό, το οποίο συνδέθηκε με την ηλιθιότητα για τους λόγους που εύστοχα αναφέρουν οι Άλλος και ΜΧΣ στα σχόλια του έτερου ορισμού.

- Έχω δύο μπούφους στο 270 (=μοίρες που αναφέρονται σε διόπτευση) στα 23 μίλια.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των πιλότων είναι το πολύ μικρό ύψος πτήσης.

Ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας ρωτάει από τα ραντάρ τον πιλότο:
- Ύψος; - Ερπετό 300, απαντά ο πιλότος.
(δηλαδή πετάω χαμηλά στα 300 πόδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στανταρισμένη καθημερινή έκφραση μπάτσων κάθε συνομοταξίας εν ώρα εκτέλεσης μάχιμου καθήκοντος.

Αν αναφέρεται σε άτομο, σημαίνει πως είτε αυτό δεν είναι σταμπαρισμένο σαν ύποπτο για κάτι, απλώς βρίσκεται στο πεδίο δράσης του οργάνου, είτε πως δεν αποτελεί τον κύριο στόχο.

Αν αναφέρεται σε αντικείμενο, τόπο, κατάσταση, σημαίνει πως δεν έχει θεωρηθεί, καταγγελθεί ή καταχωρηθεί σαν κλεμμένο, επικίνδυνο, ύποπτο, άξιο επιτήρησης, επιθεώρησης, παρακολούθησης.

1. - ...Η Αναΐς τσιμπουκώνει στέρεο Μπόλεκ και Λόλεκ πίσω από κάδους Μεγαλέκου-Κολοκυνθούς. Όβερ.
- Δεν απασχολεί.
- Πάκης τσουρνεύει Αλβανό τουρίστα Τζέισον-Κεραμικού. Όβερ.
- Μην καρφώνεσαι!! Δεν απασχολεί!! Εσύ, την αποστολή (το φελέκι μου για νέοπα γαμώ!)
- Διπλοπαρκαρισμένο βανάκι αδειάζει παστωμένα ξανθά πιπίνια Κολωνού-Αγησιλάου. Όβερ.
- Δεν απασχολεί. Εσύ, την αποστολή!
- Μοντέλα δίνει χαλαρά κοκό σε μπέμπα και τσιμπάει μωβ μασούρι Αη Κώτσου και Μενάνδρου. Όβερ.
- Χέσ’ το βαποράκι! Δεν απασχολεί! Εσύ, την αποστολή!
- Ζαλωμένος Νιγηριανός σιντάκιας πουλά Κυνόδοντες και Χούλιες-2 Ζήνωνα – Κεραμικού. Όβερ.
- Μπίνγκο αγορίνα μου!! Μπαγλάρωσέ τον τον μπινέ που θα μου κάνει την Ομόνοια Ταχρίρ μη χέσω!! Στέλνω ενισχύσεις!!


- Ενημερώνω: Όλα υπό έλεγχο! Όβερ!
- Εύγε όργανον! Και κοίτα: κράτα τον Κυνόδοντα και φέρε ‘δω τις Χούλιες, είναι αποδεικτικά στοιχεία.

2. ...Φίλε, μπορεί να πήγε και να το έλεγξε κάποιο όχημα της ασφάλειας, όποτε δεν το κατάλαβες, και να εξακρίβωσε μέσω τερματικού ότι το όχημα δεν απασχολεί, οπότε από εδώ και πέρα, αφού είναι εγκαταλειμμένο, αρμόδια είναι η δημοτική αρχή. (αναφέρεται σε καταγγελία πολίτη για πιθανώς κλεμμένο όχημα)

(Από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την υπηρεσία επικαλούνται, αγανακτισμένοι - ή, επιζητούν την ίδρυση και λειτουργία της - στα σινάφια των μουσικών και τραγουδιστών, προκειμένου να τους απαλλάξει από τους ατάλαντους, άσχετους, φάλτσους, αριβίστες, καλαμπόρτζηδες, κακοφωνίξ συναδέλφους τους.

Πολύ καλαμπόρτσος ο κιθαρίστας. Όλο πράσινες παίζει. Αν υπήρχε μουσική αστυνομία θα τον είχε συλλάβει.

(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)(από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοαρχαία σλανγκ λέξη συνώνυμη με τη φυλάκα, τη στενή, την ψειρού ντε!

Συγγενεύει με την λέξη μπουζουριάζω. Καμία σχέση με τα μπουζούκια βεβαίως-βεβαίως.

Θυμάσαι κάτι τσαντάκηδες που είχανε ρημάξει την Καλλιθέα; Ε, τους πιάσανε και τώρα είναι στη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified