Further tags

Έτσι λέγεται το ψάρι που τρέφεται και ζει στον πάτο (πυθμένα) της θάλασσας (πάτος + ψάρι --> πατόψαρο), σε αντίθεση με το αφρόψαρο που ζει κοντά στην επιφάνεια (αφρό) της θάλασσας (βλ. παράδειγμα 1).

Ακολουθώντας κατά γράμμα την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, τα πατόψαρα σταδιακά ανέβηκαν από τον βυθό και μάλιστα, περπατώντας στη στεριά, ευδοκίμησαν στα κλειστά οικοσυστήματα των στρατοπέδων. Σε ακόμα χειρότερη μοίρα από τους κοινούς ψάρακες, αφού η φυσική θέση των πατόψαρων είναι να σέρνονται στον πάτο, συναντώνται σε χρώμα χακί ή παραλλαγής (patopsarus piximus), λευκό (patopsarus vysmaticus) ή μπλε (patopsarus modistrus).

Διακρίνονται από τον λίγο καιρό που έχουν στον στρατό, από την πλήρη άγνοιά τους για το πώς λειτουργούν τα πράγματα εκεί (ή αν λειτουργούν εν γένει), από τις συχνές ερωτήσεις στους παλιούς και την ευπιστία στις απαντήσεις των τελευταίων, από το συχνό τους ψάρωμα, από την προθυμία/ευσυνειδησία τους (που στον στρατό δεν βγαίνει σε καλό) και από την ελλιπή ανάπτυξη των τομέων του εγκεφάλου που αφορούν στη λούφα και τη σπαρίλα.

Είδος κοινότατο, είναι γνωστό στην Ελλάδα και ως ψάρι, ψαρούκλα, ψάρακας, ψαράς, κωλόψαρο, ποντίκι, ποντικαράς, αρούρι, στραβάδι, γκαβάδι/γκάβακας, γιόκας, νέος, νέοπας, νιάτο, πουστόνεο, γκάου-μπίου.

  1. (από εδώ)
    «Ως τώρα, όπως λένε και οι ίδιοι οι ψαράδες, συναντούσαν νεκρά αφρόψαρα. Όμως τώρα μιλάμε πια για “πατόψαρα”. Ψάρια που τρέφονται και ζουν στον πυθμένα, τσιπούρες, λυθρίνια, λαυράκια κλπ. Άρα σημαίνει ότι η αιτία βρίσκεται στο βυθό και στον πυθμένα. Επισημαίνουμε για μια ακόμα φορά την μόνιμη απειλή του Μαλιακού[...].»

  2. (από εδώ. Όλο το κείμενο τα σπάει!)
    «Με την άφιξη στη μονάδα του Β. Έβρου αρχίζει ουσιαστικά η στρατιωτική θητεία, γιατί μέχρι τώρα ήσουν σε υβριδική μορφή: ψάρι με ουρά ποντικού ή ποντικός με λέπια, είναι θέμα γούστου. Το τελευταίο το συνειδητοποιείς τις πρώτες μέρες στο λόχο με την ευγενική αρωγή των παλιών (θα πήξεις πατόψαρο!). Πως είναι η ζωή στη μονάδα; Εγερτήριο στις 6, με τις φωνές του οργάνου, του θαλαμοφύλακα και ενίοτε και του (ταχυδρόμου) ΑΥΔΜ: «Έλα η φρουρά!», «Σε 3 λεπτά η φρουρά φεύγει!», «Έλα για καθαριότητες!», «Όποιος δε σηκωθεί είναι αναφερόμενος. Όχι τώρα, ΤΩΡΑ!» και άλλα συναφή.»

  3. (από εδώ)
    «[...]Επίσης προσπάθησε να αποφύγεις όσο μπορείς τη φρασεολογία των φαντάρων. Δεν την παλεύω, πουστόνεο, πατόψαρο, βεντούζα, ρούφα το τρομπόνι και ό,τι με τόση χαρά επικαλούνται ο LLNEO και ο KeyserSoze κάθε τρεις και λίγο. Απλώς διαιωνίζουν την μαλακία του στρατού και σε κουράζουν-τραυματίζουν ψυχολογικά.»

  4. (από εδώ)
    «Α και φρικ, μην είσαι ψαράς όπως κάτι πατόψαρα 301 που πέτυχα στο ΚΤΕΛ που πήγαιναν για ΣΕΤΤΗΛ μετά το ΠΣΚ. Που λέγαν για στρατονομίες, στολές εξόδου στις μεταθέσεις κι έτσι. Σαν άνθρωπος να πας όταν έρθει η ώρα και αν ξέρεις πως είναι προβλεπέ ο δίκας, φόρα την στολή λίγο πριν μπεις στο στρατόπεδο.»

Να μερικές τσιπούρες στο στάδιο της μετάλλαξης για πατόψαρα στρατού ξηράς, όπως φαίνεται από το πράσινο χρώμα που παίρνουν. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του γαλλικού façon που σημαίνει τρόπος. Χρήσιμος ο σχετικός ορισμός του Τριανταφυλλίδη, τον οποίο θα επιχειρήσω να συμπληρώσω.

Είναι η δουλειά που γίνεται με τυποποιημένο τρόπο, βασισμένη σε υποδείγματα, χωρίς να χρειάζεται πρωτότυπη σκέψη για τον φασονατζή ή την φασονατζού. Επίσης, η δουλειά που γίνεται από κάποιον για λογαριασμό τρίτου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αυτού. Δευτερευόντως, το αποτέλεσμα άκρατου μιμητισμού σε θεσμούς, δομές και νοοτροπίες.

Αφορά κυρίως εργασία με την στενή έννοια (αμειβόμενη), αλλά και οποιοδήποτε άλλο έργο. Πρβλ. εργολαβία αλλά και σουπερμαρκετίσιος.

Η έκφραση είναι «δουλεύω φασόν».


Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις φασόν που, από γλωσσικής άποψης, έχουν τυποποιηθεί. Σε κάποιες η κυρίαρχη έννοια είναι η «χαζή» δουλειά, ενώ σε άλλες η χρησιμοποίηση πόρων τρίτου:

1. Στην ραπτική. Φασόν και πατρόν πάνε μαζί. Πατρόν σημαίνει τα masters, οι οδηγοί που βάζει στο τραπέζι της η φασονατζού και, «πατώντας» σε αυτά, κόβει το ύφασμα δημιουργώντας τα κομμάτια με τα οποία θα συναρμολογηθεί το ρούχο. Φασόν λέγεται αυτή ακριβώς η διαδικασία, όταν γίνεται από τρίτα εργαστήρια για λογαριασμό κάποιου εμπόρου που θα τα διαθέσει με το λογότυπό του στην αγορά. Πρόκειται για OEM σε μικρότερη κλίμακα. Με την στενή έννοια φασόν είναι μόνο η κοπή των υφασμάτων, με την ευρεία έννοια είναι η παραγωγή του ρούχου μέχρι τέλους (έτοιμο προϊόν). Από εδώ μάλλον προέκυψαν όλες οι άλλες σημασίες της λέξης.

2. Στην βιομηχανία. Φασόν δουλεύει ο επιχειρηματίας που ενοικιάζει τις μηχανές ενός εργοστασίου για παραγωγή δικού του προϊόντος με δικούς του εργάτες, προμηθευτές και πελάτες (εκτός από τους εξειδικευμένους χειριστές - θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά τους υπάρχοντες του εργοστασίου). Συμβαίνει όταν ο εργοστασιάρχης δεν απασχολεί τις μηχανές του, είτε λόγω προγραμματισμού είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και τον συμφέρει να μειώσει την ζημιά από την απραξία στην παραγωγή. Ο ενοικιαστής, φυσικά, επωφελείται νοικιάζοντας πανάκριβο εξοπλισμό που δεν μπορεί να αποκτήσει.

3. Στην δικηγορία. Είναι οι απλές δικηγορικές εργασίες που γίνονται με το κομμάτι σε μεγάλες ποσότητες. Ιδίως οι διαταγές πληρωμής, οι έλεγχοι στο υποθηκοφυλακείο αλλά και άλλες (επικυρώσεις εγγράφων και μεταφράσεων παλαιότερα, δηλώσεις στο κτηματολόγιο πιο πρόσφατα). Κατά βάση υποτιμητικός χαρακτηρισμός, ιδίως αν τον χρησιμοποιεί κάποιος που έχει μεγάλη ιδέα για την δικηγορία. Βλ. και εδώ.

4. Στα εργαστήρια. Στάνταρ μικροβιολογικά αλλά και πάσης φύσεως εργαστήρια με πελάτες όχι το κοινό, αλλά παρόμοια εργαστήρια που δεν προλαβαίνουν ή δεν τους συμφέρει να κάνουν όλες τις εξετάσεις με ίδιους πόρους (outsourcing - ιδιότυπη υπεργολαβία).

5. Στα φάρμακα. Τα αντίγραφα φάρμακα, αυτά που είναι όμοια με τα πρωτότυπα αλλά παράγονται από διαφορετική φαρμακοβιομηχανία η οποία εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Όχι τα απλώς υποκατάστατα, αλλά αυτά που έχουν την ίδια δραστική ουσία. Αντιπρβλ. σπασμένος.

1α. Από εδώ:
Όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψα αμειβόμενη με «μαύρα» τηρώντας σιωπή για τους εργοδότες! Έγραψα πτυχιακές φοιτητών, μέχρι και διδακτορικά. Καθάρισα σπίτια, χωρίς να το γνωρίζει το παιδί μου, δούλεψα υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, φύλαξα παιδιά, έκανα ιδιαίτερα, έραψα και μεταποίησα ρούχα ως βοηθός μοδίστρας. Εργάστηκα σε φασόν. Τελευταία έκανα αίτηση για να εργαστώ σε τηλεφωνική εταιρεία και εισέπραξα την απάντηση ότι :δεν μπορούμε να σας προσλάβουμε διότι είσθε μεγάλη.

1β. Από εδώ:

Εγώ πολύ παλιά [...] έκανα φασόν ετοίμων ενδυμάτων μαζί με την μάνα μου στο σπίτι. [...] Όταν αποφασίσαμε να ξανοιχτούμε, εκεί τα παίξαμε! Οι μεγαλύτερες βιοτεχνίες απαιτούσαν παραγωγή ημέρας: 100 πουκάμισα (για παράδειγμα) ή 100 φούστες. Σαν αριθμός φαίνεται μικρός, όμως κοίτα τι δουλειά έχει το πουκάμισό σου για να καταλάβεις. Κανονικό συναρμολόγημα και να μην φύγει κι ο κοπτοράπτης και πάρει ύφασμα γιατί θα ξεφύγει το μέγεθος. Τα πατρόν είναι στάνταρ και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Το δε κέρδος; Μηδαμινό!

  1. - Αυτός ο Σκορδομπούτσογλου τι επιχείρηση έχει;
    - Α, σ’ αυτόν είχα δουλέψει για δυο βδομάδες μετά το σχολείο! Φασόν δουλεύει στο κονσερβάδικο του Παπαδόπουλου, φασολάκι κατεψυγμένο σε δωδεκάκιλα.
    - Πολύ γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee τον κόβω...
    - Ε ναι, κάθε καλοκαίρι την βλέπει εργοστασιάρχης αλλά μετά του περνάει.

  2. Από εδώ:
    Εγώ ακούω ότι έχουμε περισσότερους δικηγόρους στο μπουρδέλο μας από οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι οι περισσότεροι, στην Αθήνα, απασχολούνται σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία με 700 ευρώ το μήνα ή δουλεύουν φασόν υποθέσεις για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες με ξεφτιλισμένες αμοιβές. Τι απελευθέρωση και κουραφέξαλα.

  3. Από εδώ:
    [...] όχι, τα εργαστήρια αυτά δέχονται κατά κανόνα δείγματα από τα γνωστά «Μικροβιολογικά» (Βιοπαθολογικά) εργαστήρια στα οποία και αποστέλλουν τις απαντήσεις τους. Πρόκειται για εργαστήρια δηλαδή «παροχής υπηρεσιών προς τρίτους» η όπως –κακώς- συνηθίζεται να λέγονται «Εργαστήρια Φασόν».

  4. Από εδώ:

Σε λίγες μέρες ξεκινάω αγροτικό (ήμουν από τους τυχερούς που έπιασα με 3 μόρια!!!) και δεν ξέρω μια βασική λεπτομέρεια. Τα φασόν φάρμακα πως δρουν ακριβώς; είναι εξίσου δραστικά με τα κανονικά; Π.χ το Ladinin με το ciproxin είναι το ίδιο καλά; Πότε δίνουμε φασόν και είναι λογικό να τα δίνουμε; Και πως θα τα ξεχωρίζω;;

  1. Από εδώ:

Η «αφεντικίνα» μπορεί να το κάνει για τα λεφτά, αλλά δεν θέλει πίεση. Κι όταν κάποιος είναι ιδιόρρυθμος, είναι ταυτόχρονα και μερακλής στη δουλειά του. Δεν δουλεύει φασόν γαμήσι, «βάλε μια 69 με cim» και «πιάσε και μια doggie με anal», ό,τι γίνεται, αποφασίζεται επί τόπου…

  1. Από εδώ (τα links δικά μου):

Ποιος φταίει για το παγκόσμιο χάλι; Η μαϊμουδοδημοκρατία-φασόν με την οποία έχουν γεμίσει τον πλανήτη οι τοκογλύφοι απόγονοι του πορνοβοσκού για να κάνουν ανεμπόδιστα τις δουλειές τους; Ή μήπως η θρησκεία-φασόν με τους ψεύτικους παράδεισους και τους αληθινούς τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή μήπως η τηλεοπτική παπάτζα-φασόν που κάνει τον μέσο φτωχομπινέ να πιστέψει ότι μπορεί να συμμετάσχει στο καταναλωτικό όνειρο;

Άσχετο: Ο Βέγγος και τα κροκί (=χάρτινα πατρόν). (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που επαγγελματικά ειδικεύεται στο μανικιούρ-πεντικιούρ, δηλαδή γενικώς στην περιποίηση των νυχιών (νύχια => η νυχού, οι νυχούδες).

Το επάγγελμα αυτό παρουσιάζει μεγάλη άνθιση στις μέρες μας με όλα αυτά τα περίεργα που διαβάζουν οι γυναίκες στα περιοδικά τουαλέτας και θέλουν να τα κάνουν στα νύχια τους και αποδεικνύεται χρυσωρυχείο για την νυχού, η οποία με κανένα σεμινάριο δίμηνο το πολύ και μερικές γνωριμίες μπορεί σύντομα χεστεί στο τάλιρο (ευρώ) και μάλιστα να είναι και κατάμαυρο.

  1. (Προσοχή από τις νυχούδες - η καταγγελία!)
    «Κινητές επιχειρήσεις έχουν καταντήσει πολλές γυναίκες με επιχειρηματικό μυαλό, καθώς χωρίς ιδιαίτερα προσόντα τις περισσότερες φορές και μόνο με την παρακολούθηση σεμιναρίων, κάνουν χρυσές δουλειές εκμεταλευόμενες την ανάγκη της σύγχρονης γυναίκας να έχει όμορφα νύχια. Το φαινόμενο συναντάται παντού. Όλοι θα έχουμε ακούσει μια φίλη ή μια γνωστή μας ή ακόμη τη γειτόνισσά μας να ασχολείται με το νέο επάγγελμα της «νυχούς». Μάλιστα, όπως καταγγέλουν στη «Σημερινή» παθούσες, πολλές επαγγελματίες του είδους προβαίνουν σε κατ’ οίκον φροντίδα, έτσι ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από πιθανούς ανταγωνιστές του είδους. »

  2. (Η υπεράσπιση...)
    «Ζωή μου ήμουν στο Τεβε και έκοβα αποδείξεις τίς οποίες τους τις έδινα με το ζόρι γιατί δεν τις έπαιρναν!!!Επειδή όμως ήμουν σε σχολείο μπήκα στο ικα και τώρα περιμένω να δω τί θα κάνω από δουλειά και από σεπτέμβρη να αποφασίσω να αλλάξω και πάλι ταμείο!!Μακάρι να σωζόμασταν από τις κομμώτριες, τις νυχούδες και τις καθηγήτριες που γυρνάνε από πόρτα σε πόρτα να κάνουν τη δουλειά τους με χίλιες δυο ακυρώσεις και 15 ευρω αμοιβή τότε θαταν καλά!!Αλλά υπάρχουν και οι γιατροί με τα 85 ευρώ χωρίς απόδειξη και άλλοι πολλοί.........»

  3. (Εδώ ο κόσμος χάνεται... Η γνώμη του πελάτη)
    «Κορίτσια, μήπως ξέρετε πώς βγαίνει (καλά) το ακρυλικό τζελ απ΄τα νύχια; δεν μπορώ κάθε τρεις και λίγο δίνω λεφτά στις νυχούδες. Αλλά και αυτές σε τουμπάρουν τόσο εύκολα! Ουφ, βαρέθηκα. Θα κάτσω να κάνω ένα τσιγάρο και μετά θα αρχίσω σιγά σιγά το συμμάζεμα- καθάρισμα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις χαμηλών επιδόσεων, αποδόσεων, πεσμένου ήθους, ψυχολογικής κόπωσης και δυσπραγίας. Αφορά σε μεγάλο ποσοστό σύγχρονων ανθρώπων που η απόδοσή τους στην καθημερινή εργασία, αλλά και στις υπόλοιπες καθημερινές ασχολίες είναι αρμονική συνάρτηση του χρόνου, με τοπικό ελάχιστο στο μέσο του χρονικού διαστήματος (δηλ. Τετάρτη μεσημέρι) και αυξάνει με την χρονική απόσταση από το σουκού. Στο δε σουκού ακολουθεί διαφορετική συνάρτηση, ανάλογα με το αν, πότε και πόσο καλά πηδήξαμε.

Γενικά κολλάει όπου τα προϊόντα δεν είναι τα επιθυμητά, λόγω χαμηλής απόδοσης.

  1. Πήγαμε στο La Mounien για φαγητό και παρήγγειλα τη σπεσιαλιτέ με τις πιπεριές, αλλά οι πιπεριές ήσαν σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι και το φαγητό γενικά ανάλατο. Μετά ρώτησα κι έμαθα ότι ο Μποτρέφσκι έκανε μείωση στον σεφ.

  2. Τι γίνεται, δεσποινίς Μάρα; Έχετε ένα ύφος σαν την πούτσα μου Τετάρτη μεσημέρι! Σε μία ώρα πρέπει να έχετε τελειώσει το ραπόρτο! Αλλιώς, καήκατε κι απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει δωροδοκηθεί, ο λαδωμένος, ο σίγουρος και όχι μόνο.

Διαφέρει από τον λαδιάρης, καθότι ο δεύτερος το έχει χούι το λάδωμα, ενώ ο πιασμένος δύναται να είναι περιστασιακά λαδωμένος, αλλά μπορεί και να μην είναι καν λαδωμένος.

Το λήμμα παραπέμπει σε συνομιλία του ενός «τον έπιασα και του είπα το και το» ή σε εκβιασμό «θα κάνεις έτσι διαφορετικά τη γάμησες» ή σε συνδιαλλαγή «θέλεις να κάνεις έτσι για να...», χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των προηγουμένων, γι' αυτό και ο πιασμένος συχνάκις απαντάται και ως μιλημένος. Ενίοτε ο πιασμένος λειτουργεί και αυτοβούλως, πχ «πόσα δίνεις για να...».

Ο πιασμένος είναι σιγουράτζα. Είναι εξαιρετικά απίθανο να παρεκκλίνει της συμφωνίας αν δεν θέλει να έχει ντράβαλα, καθότι το boss έχει φροντίσει να δέσει καλά το γάιδαρό του.

Πιασμένοι μπορούν να υπάρχουν και άνω του ενός, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα του boss, και βρίσκονται παντού. Στο αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα μπορεί να είναι ένας ή ομάδα ενόρκων (βλέπει ταινία «οι αδιάφθοροι»), στο δικό μας μπορεί να είναι κάποιος δικαστής. Πιασμένος όμως μπορεί να υπάρξει και στο ποδόσφαιρο, σε μια μεγάλη εμπορική συμφωνία ή ακόμη και στην πολιτική και γενικότερα όπου παίζουν συμφέροντα, μικρά ή μεγάλα.

Σημείωση: Στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα ουδείς πολιτικός δύναται να είναι πιασμένος διότι ελέγχεται από την κρισάρα (μασονικός όρος) του Ελληνικού κοινοβουλίου, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή αφού ο Έλλην ψηφοφόρος δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου όλα τα παραπάνω είναι τυπικού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι χαρακτήρες των Ελλήνων πολιτικών είναι αδαμάντινοι και κοινώς «δεν πιάνονται».

  1. Είναι δυνατόν; Πώς το ρούφηξε έτσι το μπαλάκι. Λες να είναι πιασμένος;

  2. - Πόσα χρόνια λες να φάμε συνήγορε;
    - Μη στεναχωριέσαι, ο δικαστής είναι δικός μας, τον έχουμε πιασμένο.

(από Stravon, 13/06/10)

Δες και πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λεξικογραφημένες χρήσεις βλ. π.χ. εδώ.

Τραπεζική και επιχειρηματική αργκό. Σημαίνει ότι η τράπεζα σφραγίζει ως «ακάλυπτες» επιταγές που έχω εκδώσει και συνεπώς η ευθύνη μου πια εκτός από αστική (χρηματική) είναι και ποινική. Η τράπεζα αναγγέλλει την σφράγιση στον Τειρεσία, μέσω αυτού ενημερώνονται όλες οι Τράπεζες και, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποκλείουν τον εκδότη από άμεση ή έμμεση πιστοδότηση. Σε δεύτερο επίπεδο ενημερώνονται οι πελάτες των τραπεζών που προμηθεύουν τον εκδότη με αγαθά και πράττουν αναλόγως, δηλαδή αρνούνται να αποδεχθούν επιταγές του, κάτι που οδηγεί στο να μην μπορεί αυτός να προμηθευτεί τίποτα αν δεν έχει μετρητά. Και αν είχε μετρητά δεν θα είχε σφραγίσει.

Η σφράγιση είναι η ώρα μηδέν για τον επιχειρηματία. Όλη η προσπάθεια σε μια δοκιμαζόμενη επιχείρηση είναι να μην χάσεις την φερεγγυότητά σου. Και τίποτα δεν φωνάζει πιο δυνατά και ταυτόχρονα πιο απλά και συνοπτικά στην πιάτσα «αφερέγγυος» από την οριστική αδυναμία σου να καλύψεις μια επιταγή.

Για να προλάβω τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις στην καταχώρηση του λήμματος, διευκρινίζω το εξής: Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον έγκειται στην ενεργητική φωνή και στην παράλειψη του αντικειμένου. Όταν λέω «σφραγίζω», εγώ δεν σφραγίζω τίποτα, ούτε εμένα σφραγίζει κανείς. Σημαίνει σφραγίζουν επιταγές μου. Και μάλιστα χρησιμοποιείται κυρίως ο ενεστώτας για να καταδείξει αυτήν την φάση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση για την οποία μιλάμε.

Συμβολικό ενδιαφέρον υπάρχει στον παραλληλισμό «σφραγίζω» και «σταμπάρομαι», τα οποία συγγενεύουν νοηματικά.

  1. Κλασικός τηλεφωνικός διάλογος μεταξύ τραπεζικών υπαλλήλων της ίδιας ή διαφορετικής τράπεζας:

- Καλημέρα, ο τάδε είμαι από τάδε Τράπεζα, πληροφορίες για έναν πελάτη σας θα ήθελα...
- Ο διευθυντής είμαι, λέγε όνομα...
- Σκορδομπούτσογλου Σταμάτης, εξοπλισμοί καφετερ...
- Σφραγίζει.
- Τι;
- Σφραγίζει. Τέλος. Πάπαλα. Τρία τεμάχια χθες από το γραφείο συμψηφισμού και δύο του σφράγισα εγώ ο ίδιος στο Κατάστημα.
- Ευχαριστώ... Α ρε Παναή, πάλι δολάρια Λιμνούπολης σου πασάρανε...

  1. - Έλα ρε, από Λάρισα σε παίρνω, να κάνουμε έναν έλεγχο στον Τειρεσία;
    - Δημήτρη αυτά τα πράματα δεν γίνονται από το τηλέφωνο, φυλακή θα με βάλεις καμιά μέρα. Θά ’ρθει επιθεώρηση της Τράπεζας της Ελλάδος και θα με ρωτάει για τα ΑΦΜ που ψάχνω. Τεσπά, ακούω, λέγε.
    - Ταδόπουλος Α.Ε., βιομηχανία ζωοτροφών...
    - Ο Γιώργος ή ο Γιάννης;
    - Ο Γιώργος.
    - Δεν χρειάζεται να το ψάξω καν. Άμα είναι ο Γιώργος είσαι οκ, λίρα εκατό. Μόνο πρόσεξε να είναι ο Γιώργος γιατί ο άλλος σφραγίζει. Πόσα;
    - Είκοσι με εξάμηνες.
    - Απ’ τ’ ολότελα...

  2. [Σε παρελθοντικό χρόνο]
    - Τι θα γίνει με τον θείο σου; Θα τον βάλεις στο μαγαζί ρε άχρηστε;
    - Και τι να τον κάνεις; Σφράγισε κι αυτός, πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομάντο στο οποίο έχει απονεμηθεί η πουλάδα του αλεξιπτώτα, το μόνο στρατιωτικό διακριτικό που σχεδόν πάντα εμπνέει ανομολόγητο έστω ρησπέκτ, σε στρατόκαυλους και μη.

Ανεβαίνοντας την τροφική αλυσίδα των πουλαδερών, συναντάμε τους βατραχοπολαδερούς (με θαλάσσιες πτώσεις), τους αστεροπουλαδερούς (με 30 πτώσεις) και τους δαφναστεροπουλαδερούς (με 90 πτώσεις).

Ασίστ: Ο Άλλος, Φώτης Νιτσιοπουλαδερός, costasl.

  1. - Κι εγώ ρε παιδιά πολύ θα ήθελα να γίνω πουλαδερός βάτραχος αλλά δεν γινεται να μου στείλουν τα διακριτικά στό σπίτι;
    (εδώ)

  2. - ακουσον ακουσον...οχι απλα κρουσμα ξυλοδαρμου-απειθαρχιας...αλλα ενας βατραχοπουλαδερος μπηκε σε ναυτικη βαση και πακετωσε εναν απλο ναυτη (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το από θέση ευθύνης καθαιρεθέν και πλέον ανυπόληπτο στέλεχος οργανισμού ή εταιρείας.

Λογοπαίγνιο με τις λέξεις πρώην και προϊστάμενος.

- Ήρθε ο Δημητρίου και ζήτησε αναφορά μέχρι την Παρασκευή για τις νέες συμβάσεις και φώναζε.
- Ποιος καλέ, ο κ. πρωηνστάμενος, άστον να λέει. Δεν είδες το καινούργιο οργανόγραμμα στο ΣουΔουΠού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified