Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.

  1. Ο παρτάκιας ο Τάσος με θυμόταν μόνο όποτε ήθελε νά 'ρθει σπίτι και να παίξει με την κιθάρα μου...

  2. Ρε παρτάκια, όλον τον μπάφο ήπιες και μου άφησες μόνο την τζιβάνα!

Αρκάς, Ισοβίτης (από patsis, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι να πετάει μπουκάλια στην αστυνομία και σε άλλους στόχους κατά την διάρκεια συγκρούσεων. Σχετικά λήμματα: γκαζάκιας, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Ενώ είχε συμφωνηθεί η πορεία να είναι ειρηνική, βρέθηκε ένας μπουκαλάκιας, έκανε τη μαλακία του και μας πέθαναν οι μπάτσοι στα χημικά!

πολλά καφάσια μπουκάλια (από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι ο εμπρησμός αυτοκινήτων και τραπεζών, χρησιμοποιώντας γκαζάκια και βάζοντας τους φωτιά
Σχετικά λήμματα: μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Βγήκαν χτες το βράδυ κάποιοι γκαζάκηδες και κάψαν 4 αυτοκίνητα και 3 τράπεζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ γρήγορος οδηγός, ο γκαζοφονιάς.

- Πάτα φρένο ρε, δεν το βλέπεις το φανάρι που είναι κόκκινο; Εντάξει είσαι γκαζάκιας αλλά μη μας σκοτώσεις κιόλας!

Βλέπε και καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified