Η απόλυτη ανία, βαρεμάρα, έλλειψη κινήτρου και όρεξης για οποιαδήποτε κίνηση ή μετακίνηση. Πιθανώς προέρχεται από τον σπάρο, κατά τα λεγόμενα, το πιο βαρεμένο ψάρι της θάλασσας.

Πρωινή/κυριακάτικη σπαρίλα, μ' έχει πιάσει σπαρίλα, τον έφαγε η σπαρίλα κτλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.

- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη βαρβατίλα εκφράζουμε το μέτρο σύγκρισης της αρρενωπότητας, του ανδριλικίου και του ασήκωτου νταλκαδιάρικου άντρα ακριβώς όπως χρησιμοποιείται και το μέτρο για το μήκος. Μόνο που η βαρβατίλα δεν διαθέτει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να μπορούμε να το μετρήσουμε και να αποφανθούμε ότι ο Τάδες έχει 3.3 κιλόΒαρ βαρβατίλας Ζαγοράκειας πρώτης ποιότητος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταφύγουμε στην ανάλυση των σημαδιών που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε κάπως την ποσότητα της βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Αναλυτικά:

1. Μυρωδιά ιδρώτα
Είναι επιστημονικά και εμπειρικά αποδεκτό ότι η δυσάρεστη οσμή του ιδρώτα είναι ανάλογη με την ποσότητα βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Άρα αν στα κλαμπ όπου συχνάζετε παίζει Οτεγιάννη Χέρια Ψηλά και όλη η παρέα σας αφήνει χώρο να ξεδιπλώσετε τις χορευτικές σας ικανότητες είστε σίγουρος ότι διαθέτετε κατάτι περισσότερη βαρβατίλα από όλους γύρω σας.

2. Συχνότητα σκαλίσματος μύτης
Άλλη μια καταφανέστατη ένδειξη ότι διαθέτετε βαρβατίλα. Ειδικό μπόνους αν το κάνετε στα φανάρια ή βλέποντας ταινία του Τσαρλς Μπρόνσον (ξυπνάει ο ανταγωνισμός μέσα σας και θέλετε να δείξετε πως έχετε τόση βαρβατίλα όση αυτός, άδικος κόπος) ή αν πετάτε τις μπίλιες-κακάδια ενώ τεντώνετε την κορμάρα σας.

3. Ροχάλες
Δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα εδώ. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: όσο πιο μπρούτζινη και αλαβάστρινη η υφή της χλέπας τόση περισσότερη βαρβατίλα κουβαλάτε.

4. Αποβολή σωματικών αερίων κάθε είδους
Η συχνότερη και με όσο το δυνατόν περισσότερο πάταγο αποβολή τους συντελεί στην δημιουργία εντύπωσης πως αυτός που το κάνει διαθέτει κοχόνες αρίστης ποιότητος. Οπότε ρέψιμο και κλάσιμο ορίζουν τον ολοκληρωμένο άντρα.

5. Τρίχες σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη του σώματος
Ειδικά οι τρίχες στην πλάτη μπορούν να αποδειχθούν γκομενοπαγίδα μιας και υπόσχονται πως ο κάτοχός τους βάζει κάτω και ρημάζει. Πωπός, αυτιά, μύτη και ιδιαίτερα στήθος ακολουθούν με μικρή διαφορά την περιοχή της πλάτης.

6. Ποσότητα και ποιότητα της κουράδας
Η κουράδα τα λέει όλα πιστεύω.

7. Η πίστη σε παραδοσιακές αξίες
Όσο και αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν, τα θηλυκά έλκονται ακόμη από τύπους παραδοσιακούς του στυλ Αν δεν ψήφιζαν-οδηγούσαν-δούλευαν-έβγαιναν έξω οι γυναίκες όλα θα ήταν καλύτερα. Ο συγκεκριμένος τύπος άντρα εκφράζει μια πιο πρωτόγονη μορφή του που ξυπνά άγρια ένστικτα στις και καλά φεμινίστριες γυναίκες του σήμερα. Οπότε είναι ένδειξη βαρβατίλας.

Κάτι τρύπιοι ψευδοεπιστήμονες-κομπογιαννίτες υποστηρίζουν πως τα παραπάνω δεν έχουν καμία απολύτως αξία και πως μια ουσία ονόματι τεστοστερόνη καθορίζει τα πάντα αλλά όλοι ξέρουμε πως κάτι τέτοιο είναι βλακεία για τον απλούστατο λόγο ότι η τεστοστερόνη μετριέται ενώ τα παραπάνω είναι φλου και ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι τα διαθέτει. Επίσης ο καθένας μπορεί να συμπεριλάβει το δικό του χαρακτηριστικό της βαρβατίλας από το μπυροκοίλι μέχρι την φαλάκρα και έχω ακούσει φίλο να λέει πως η τεράστια πληγή που έχει στη φάτσα είναι γκομενομαγνήτης και δείχνει βαρβατίλα γιατί παρουσιάζει ένα πιο άγριο προφίλ.

(Η Νίτσα μιλάει με την Κούλα και της εξηγεί γιατί περπατάει σαν συγκαμένη)

- Αχ Κούλα μου, δεν φαντάζεσαι τι έγινε χτες. Με έπιασε ο Βαλάντης και μου εξήγησε το όνειρο! Τέτοιον άντρα πρώτη φορά πήρα! Βέβαια φαινόταν ότι είχε βαρβατίλα αλλά δεν τον περίμενα κι έτσι. Με βάζει κάτω και με αρχίζει στις σφαλιάρες! Και πάνω που αρχίζω να λιποθυμάω από τη μυρωδιά του ιδρώτα του με ξυπνάει με ένα ρέψιμο άλλο πράμα! - Και τι απέγινε ο φεμινισμός ρε συ; Το γραφείο που στήσαμε; Οι καμπάνιες μας;
- Από αρσενικό που δεν μπορεί να σου αλλάξει τα φώτα μη περιμένεις και πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και παράγεται από τη γνωστή λέξη, περιγράφει ένα ευρύτερο φάσμα βρώμικων οσμών (ποδιών, μασχάλης, απλυσιάς, βαρβατίλας), οι οποίες κατά κόρον συνυπάρχουν σε θαλάμους στρατοπέδων των ανά τον κόσμο Ενόπλων Δυνάμεων.

Είναι χαρακτηριστική η τραυματική εμπειρία που πλείστοι εξ ημών έχουν περάσει φαντάροι όντες, επιστρέφοντας για ολιγόωρο ύπνο μετά από νυχτερινό νούμερο, όταν η μποχατίλα της πουτσίλας μάς χτυπάει στη μύτη, εισερχόμενοι στο θάλαμο. Στην περίπτωση που brothers in arms κρατάνε τις βρωμοαρβύλες κάτω από το κρεβάτι στα μουλωχτά, η πουτσίλα αποκτά επιθετικότερες διαστάσεις.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για να περιγράψει χώρους στους οποίους είναι έντονη η παρουσία ανδρικού στοιχείου.

  1. - Ρε βρωμιάρηδες, πάλι πουτσίλα μυρίζει ο θάλαμος! Θα πλυθείτε καμιά φορά;
    - Άει γαμήσου ρε κωλόψαρο, που θα μας κάνεις και κήρυγμα καθαριότητας.

  2. - Τι έγινε χθες, καλό το μπαράκι στου Ψυρρή;
    - Καλό κι αρχίδια, μύριζε πουτσίλα από 200 μέτρα, τίγκα στους παλιάντρες.

Μπουτσίλα (από Vrastaman, 05/02/09)Aleh Putsila (από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαρίλα, κατάσταση κηδεία, κατάσταση αδράνειας και αφόρητης βαρεμάρας, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή μια παρέα, καθώς και μια υπηρεσία, μια γενικότερη φάση, κλπ. Είναι υπερθετικός του μουργέλα, είναι πιο κοντά προς το σαπίλα, καθότι η κατάσταση αυτή έχει ψοφήσει εδώ και καιρό και βρωμάει. Το «σαπίλα» όμως διαφέρει γιατί έχει κάποιο ίχνος κοινωνικής κριτικής μέσα, κάποια ένταση δηλαδή στο βάθος, ενώ το «ψοφιμίλα» είναι εντελώς τελείως ουδέτερο. Βαριέται κι αυτός που το λέει, δεν υπάρχει πάθος πουθενά.

  1. - Καιρό έχω να σε ρωτήσω, πώς πάει το τμήμα σου;
    - Τίποτα, ψοφιμίλα. Δεν κουνιέται πούστης, σου λέω.

  2. - Περάσατε καλά χθες;
    - Μπα, ψοφιμίλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ξεραΐλα» έρχεται να προστεθεί στο λήμμα απουσία.

Λέγεται από γυναίκες που έχουν περάσει μακροχρόνια φάση λειψανδρίας και, μεταξύ άλλων, υπονοούν με αυτόν τον τρόπο ότι το κολπικόνε σύστημά τους έχει μαραζουλιάσει.

Αντώνυμη έκφραση: «It's raining men, halelujah!»

Λέγεται όμως και γενικότερα, όταν υπάρχει έλλειψη ειδήσεων, κουτσομπολιού και λοιπών «ζουμερών» καταστάσεων.

  1. - Τι νέα;
    - Τα γίδια... Δουλειά, δουλειά, δουλειά...
    - Κανας γκόμενος;
    - Μπε..., ξεραΐλα.

  2. - Καιρό έχουμε να τα πούμε! Κανα κουτσομπολόι;
    - Τίποτα, ξεραΐλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα που βγάζουν τα ούρα, κυρίως τα πολυκαιρισμένα, όχι τόσο τα φρέσκα (αλλιώς τα φρέσκα δεν θα τα έπιναν όσοι είναι φανατικοί οπαδοί της ουροθεραπείας...) -- βλέπε σχετικά και εδώ.

Κατρουλίλα μποχάνε τα «τσίσα μειναμένα στην λεκάνη όλη νύχτα κατά την διάρκεια καύσωνα» (Μες), τα «τσίσα σε σκοτεινό σημείο πίσω από κάδο σκουπιδιών σε πεζοδρόμιο» (Μες πάλι), τα δημόσια ουρητήρια (όπου η κατρουλίλα συνδυάζεται ωραιότατα με την τσιγαρίλα και την σκατίλα), αλλά και πολλές απεριποίητες τουαλέτες πλοίων, ταβερνών κλπ, κατρουλίλα βρωμάει το τέτοιο σου άμα έχεις μέρες (λέμε τώρα) να πλυθείς, γάμα τα κι άσ' τα δηλαδή.

Τολμώ να πώ ότι η κατρουλίλα βρωμάει πολύ λιγότερο στα βρέφη ή στα ζώα, καθότι αυτά τα δύο σπήσιζ τουλάχιστον δεν αφοδεύουν αλκοόλ, φάρμακα και τσιγάρα με τα ούρα τους.

Μια από τις κατρουλίλες που «βρωμάνε ωραία» που έλεγε κάποιος, είναι των ζώων που τρέφονται με σανά.

Αυτά για τον πρωινό σας καφέ σήμερα.

- Α να, έχει ένα άδειο τραπέζι εκεί, πάμε να κάτσουμε;
- Ρε δε βλέπεις ότι είναι άδειο επειδή είναι κοντά στις τουαλέτες; Θα βρωμάει κατρουλίλες, σίγουρα.

Έπινε ένα ποτήρι από τα δικά του την ημέρα (από Vrastaman, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified