Further tags

Το ανδρικό μόριο, το πέος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Η χρήση της ακόμα και στη δεκαετία του '50 ήταν σχετικά περιορισμένη. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τις πιο συνηθισμένες πανελληνίως ψωλή και πούτσος.

Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη ως συνήθως. Προτείνω (ως αφετηρία προβληματισμού περισσότερο) δύο εκδοχές:

  1. Μια "δυτική": το ισπανικό cabeza ή το πορτογαλικό cabeça, που σημαίνουν κεφάλι.
  2. Μια "ανατολική": το τουρκικό kabak που σημαίνει κολοκύθι, φλασκί.

Όπως φαίνεται και στην από κάτω φωτογραφία, το σχήμα τους θα μπορούσε να δικαιολογήσει την σχετική παρομοίωση.

κολοκύθα (φλασκί)

"Ήτανε, που λες, τύφλα στο μεθύσι, είχε βγάλει τη καμπέκα του και κατουρούσε μες στη μέση του δρόμου!"

Κάποιοι αποκαλούσαν έτσι κοροϊδευτικά γυναίκες που εξακολουθούσαν να τις αποκαλούν "Μπεμπέκα" παρά την (προχωρημένη) ηλικία τους. (Συνήθως ήταν "ξενόφερτες" νύφες ή "ξενάρες", όπως αποκαλούνταν εκείνες, που δεν ήταν από το νησί).

"Τά 'μαθες Ερήνη μου; Ξενάρα πήρε κι ο Νικολός τση Ρηνιώς! Και ξέρεις ήντα τηνε λένε; Μπεμπέκα! Μωρέ Καμπέκα θα τηνε λέω εγώ κι οποιανού τ'αρέσει!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιποιούμαι, κανακεύω. Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, όπως το θυμάμαι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50.

Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί.

Η γερόντισσα, που έλεγε το παράπονό της, για κακομεταχείριση από το γέρο της, μιλούσε τα "παλιά" θερμιώτικα. Αν και μικρό παιδί, τότε, μου έκαναν τέτοια εντύπωση, που τα θυμάμαι ακόμα. Χαρακτηριστική η εκφορά του "γ" μετά το "β": βγαγιολίζω αντί βαγιολίζω. Αυτό το άκουγα τότε κι από άλλους ηλικιωμένους που έλεγαν Βγαγγέλη αντί Βαγγέλη. Αν δεν απατώμαι αυτό συμβαίνει και σε άλλα νησιά.

Επίσης χαρακτηριστική είναι η σύνταξη "μου βαρεί" (με γενική).

Νομίζω πως τα παραπάνω χρειάζονται σχολιασμό και συμπλήρωση από τους γνωρίζοντες.

Όσον αφορά στην ετυμολογία από μια σύντομη έρευνα βρήκα:

βαγιλίζω
και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω)
περιποιούμαι, φροντίζω
νεοελλ.
1. νανουρίζω
2. κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά]

Από εδώ

Επίσης εδώ βρήκα πως υπάρχει, με την ίδια έννοια, στη ντοπιολαλιά της (διπλανής) Σύρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο μπουναμάς, που δίνουν οι νονοί στά βαφτιστήρια, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Ετυμολογία από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, μπουλιστρίνα, (από το «καλή strena», bona strena), στη Νίσυρο, μπουλουστρίνα και στην Κύπρο πουλουστρίνα από εδώ. Τη λέξη τη βρίσκουμε και στην Κέρκυρα εδώ.

Μη κανονίσεις τίποτα γι' αύριο. Θα πάμε τη στρίνα στη φιλιότσα μου.

Το ρήμα είναι στρινιάζω, αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται, γιατί έχει αποκτήσει και δεύτερη σημασία (μεταφορική), που σημαίνει «δέρνω, ξυλοφορτώνω».

Πήε να μου κάνει το καμπόσο και τόνε στρίνιασα.

φιλιότσος

Ο φιλιότσος/-α, από την ιταλική λέξη figlio και το υποκοριστικό της, figliozzo, είναι το βαφτιστήρι, ο αναδεξιμιός/-ά.

Θα κάνω κέφι όσο μπορώ
κουράγιο άλλο τόσο
για του φιλιότσου μου το γιό
του γιού μου το φιλιότσο.

Το παραπάνω τετράστιχο είναι από τα «παινέματα» που τραγουδούν στα γλέντια, μετά τα βαφτίσια. Τα περισσότερα είναι αυτοσχέδια και φτιάχνονται πάνω στο κέφι της στιγμής. Το παραπάνω δείχνει πως οι κουμπαριές περνούσαν από πατέρα σε γιό.

σύδεκνος

Το (γλωσσικά) περίεργο είναι ότι, ενώ όλοι οι παραπάνω όροι, που σχετίζονται με την «αναδοχή», έχουν ιταλική προέλευση, για τον «ανάδοχο» χρησιμοποιείται η ελληνική (ελαφρώς παρεφθαρμένη) σύδεκνος/συδέκνισσα (από το ευρύτατα διαδεδομένο σύντεκνος) και όχι το κουμπάρος που χρησιμοποιείται μόνο για το γάμο.

Ήτανε ούλοι εκεί: Ο κουμπάρος ο Γιάννης με την κουμπάρα τη Φρόσω, ο σύδεκνος ο Πιπέρης με τη συδέκνισσα την Ανεζιώ και η συδέκνισσά μου η Αννουσιώ, η χήρα. Μονάχη η καημένη.

Το όνομα Πιπέρης (αρκετά συνηθισμένο στο νησί) πιθανώς προέρχεται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από το υποκοριστικό Pipo του Filippo (Φίλιππος). Το Ανεζιώ προέρχεται από το επίσης ιταλικό Agnese (Αγνή), ενώ το Αννουσιώ από το Άννα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται στην Κύθνο, αλλά και σ' άλλα νησιά το φυτό πικροδάφνη, ή ροδοδάφνη, ένας αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Nerium oleander) με λογχοειδή σκουροπράσινα φύλλα και ροδαλά άνθη. Όλα τα μέρη της είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη. φυλλάδα ή πικροδάφνη Για περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Στα άνυδρα νησιά, όπως είναι οι Κυκλάδες, τις βρίσκουμε στις ρεματιές, όπου ξεχωρίζουν με τα ρόδινα άνθη τους. Εξ αιτίας της πολύ πικρής γεύσης τους το όνομά τους χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ πικρό.

Τι καφές είν' αυτός; Εγώ σου ζήτησα μέτριο κι εσύ τον έκανες φυλλάδα!

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση πικροφυλλαδιάζομαι, που σημαίνει παίρνω μεγάλη πίκρα.

Ήτανε μωρέ να του πεις τέτοια βαριά κουβέντα; Πικροφυλλαδιάστηκε ο καημένος, μα δε σού'πε τίοτα! Βλέπεις σ' αγαπά που χάνεται!

Τα κλαδιά της είναι ανθεκτικά κι ευλύγιστα και το χτύπημα με αυτά είναι ιδιαίτερα οδυνηρό. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις "θέλει φυλλάδα" ή "δώσ'του φυλλάδα" που υπονοούν "ξυλοδαρμό".

Τι θα πει δεν ακούει; Ξέρεις τι θέλει; Φυλλάδα του Στιφού και μελίχλωρη**!*

*Στιφός: Τοπωνύμιο της Κύθνου.

**μελίχλωρη: Που δεν έχει ξεραθεί (έτσι είναι πιο ευλύγιστη και πονάει περισσότερο).

Επίσης έχω ακούσει στη γειτονική Σέριφο την έκφραση:

"Κάλιο να φας μια μαχαιριά, παρά Σερφιώτη φυλλαδιά!"

Δηλαδή πιό καλά να σε μαχαιρώσουν, παρά να δεχτείς "φυλλαδιά" από Σερφιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ψάρι, που είναι πιό γνωστό με τ'όνομα πεσκαντρίτσα. Αλλες ονομασίες της σκλεμπού, βατραχόψαρο, φανάρι, φλάσκα, σπερκελέτσο.Η επιστημονική ονομασία της είναι Lophius piscatorius, που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, (αυτός που) "ψαρεύει με το λοφίο". Η ονομασία οφείλεται στο ότι, ζεί μισοχωμένη στη λάσπη του βυθού και προσελκύει τα θηράματά της κουνώντας ένα μικρό λοφίο,σαν σκουλήκι, που υπάρχει πάνω από το τεράστιο στόμα της. Μόλις κάποιο από τα πλάσματα του βυθού πλησιάσει για το δελεαστικό μεζέ, γίνεται μεζές το ίδιο! Περισσότερες πληροφορίες εδώ

χλεμπού ή πεσκαντρίτσαχλεμπού ή πεσκαντρίτσα

Στην Κύθνο, από πλευράς ονομασίας, η πεσκαντρίτσα είχε την ίδια αντιμετώπιση με το σαλούβαρδο. Αυτός, εξ αιτίας της ασκήμιας του έγινε σαχλιαμπάκος. Για τον ίδιο λόγο η πεσκαντρίτσα έγινε χλεμπού. Παλιότερα οι ψαράδες τις πετούσαν, επειδή δεν τις αγόραζε κανείς. Σήμερα πουλιούνται, αλλά πρέπει πρώτα να γδαρθούν. Πάντως κάνουν εξαιρετική σούπα.

Αγόρασα μιά χλεμπού σήμερα. Μου την έγδαρε ο ψαράς και την κάναμε βραστή. Λουκούμι!

Όπως και ο σαχλιαμπάκος, χρησιμοποιείται γιά να υποδηλώσει εξαιρετική ασκήμια.

Την είδες τη γυναίκα που πήρε ο Γιώργης; Σκέτη χλεμπού!

Στο σάη υπάρχει το λήμμα πεσκανδρίτσα για γυναίκα που, "παρά την αποκρουστική της ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφριά ανεμοριπή, που κάνει τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Την χρησιμοποιούν οι ναυτικοί και οι ψαράδες της Κύθνου. Πιστεύω πως πρέπει να χρησιμοποιείται και αλλού. (Τι λέει ο dry hammer επ' αυτού;) Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό ilkbahar που σημαίνει άνοιξη. (Υπάρχει και το, επίσης τουρκικό, bahriye που σημαίνει ναυτικό(ς), αλλά δεν το θεωρώ πιθανόν. Τι λένε οι τουρκομαθείς επ' αυτού;)

- Βλέπω τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Λες να πετάξει κανέναν αέρα;
- Δεν έχει ανάγκη! Μπαχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Χίου ορμώμενο, σημαίνει γουρουνιάζω, την κάνω ταράτσα, ντερλικώνω γατοκέφαλα, σαβουρώνω το καταπέτασμα, χλαπακιάζω με βουλιμία, τρώγω (πολύ) πάνω από τις ανάγκες συντήρησής μου. Όσο απομακρυνόμαστε από τα στερνά 150 χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχή κατά την οποία η Χίος υπέστη φοβερές (της τάξεως του 1/3 του συνολικού πληθυσμού) απώλειες εκ της πανώλης, η χρήση εκπολιτίζεται κατά τι και επικεντρώνεται στο "τρώγω πλουσιοπάροχα, τρώγω χορταστικά".

Ετυμολογικά προέρχεται από την σκο(υ)ρδούλα που συνδέεται με την προαναφερθείσα πανώλη δια των αποστημάτων (κορδύλων) που προκαλεί η νόσος. Κατ' άλλους η σκουρδούλα συνδέεται δια της λαογραφίας και δη η πανώλη ομοιάζει κατά τη σχετική δοξασία με μαυροφορημένη γραία, κρατούσα κορδύλη (ρόπαλο), ήτις μουνόγρια επιτίθεται πανδημικώς στις ανθρώπινες μάζες και κατατρώγει άπληστα τις σάρκες των. Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε. Γουλιά και μπουκιά να μη μας κόψει το αλκοόλ (κι όχι κάθε γουλιά και πιάτο).

Τοπικό συνώνυμο το "στοκώνω", διότι αν δεν στοκώσεις, δεν χτίζεις και το σκουρδούλιασμα, όσο και αν το απολαμβάνεις, δεν παύει να είναι επίπονη και εξουθενωτική εργασία με εμφανή δομικά αποτελέσματα. Βεβαίως εξ αυτού και η γλαφυρά έκφρασις "κουβαλάτε μου να χτίζω*".

Αντώνυμο του σκουρδουλιάσματος το "κομπώνω", ήτοι τρώω μικρές μπουκιές (κόμπους**) φαγητού.

Έτερα παράγωγα εκ της σκουρδούλας: Σκουρδουλιάρης, Σκουρδουλιασμένος, ήτοι ο φαγωμένος (κυριολ. από την ασθένεια), σκουρδούλια (τα) - οι ακόρεστες ορέξεις.

Πλάτων τρώγων με σαλιάρα:(νιαμ, νιαμ) φοβήσιμη η (νιαμ) λακέρδα του Θεοδοσίου. Και τα ντολμαδάκια μπουκιά και (νιαμ) συχώριο. Και το φασόλι (νιαμ, νιαμ) εξαιρετικό. Άντε γεια μας (γλου γλου γλου). Για κάνε πάσα τα σουτζουκάκια. Εδώ θα 'ρχόμαστε για ουζάκι.

Γιώργος καπνίζων τε και παρατηρών σταυροποδιστί, προτείνων δε τα σουτζούκια: Τι ουζάκι βρε μαλάκα, ουζάκι το λές αυτό; Ουζάκι είναι μια ελιά, ανάθεμά σε, μια ντοματούλα στα τέσσερα και λίγο τυράκι. Εσύ έχεις σκουρδουλιάσει τον άμπακα.

Πλάτων καταπίνων: παιδί, άλλη μια'π'τα ίδια.

*Κατάσταση υπερδιέγερσης του σκουρδουλιάζοντος που παρακινεί τους παρευρισκομένους σε στοιχηματισμούς γύρω από τον χρόνο που θα του επισυμβεί η σκάση. Οι Χιώτες στις εξόδους των για φαγητό αγαπούν τις προκλήσεις, όσο και τις υπερβολές στην κατανάλωση κι ακόμα περισσότερο αγαπούν να τις εξιστορούν με άκρως μπεννυχιλλικό χιούμορ. Από τον ιστορικό (κι εντυπωσιακό το δέμας) "Γιαμό" στην παραλία του Καρφά, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον τρεις ιστορίες στοιχηματικής σκουρδούλας κι αμέτρητες άνευ στοιχημάτων.

** Στα υγρά κόμπος σημαίνει την πλεξούδα που σχηματίζεται κατά την μετάδειαση (η χιώτικη μετάγγιση) από τον νεμπότη (καράφα) στο ποτήρι. Αν λοιπόν διακοπεί η μετάδειασις άμα τω σχηματισμώ της εν λόγω πλεξούδας, τότε ομιλούμε δι' έναν κόμπον (χονδρικά, μισή γουλιά). Εξού κι ένας κόμπος η χαρά μου- στάλα στάλα θα στην δώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέσιμο του μπροστινού ποδιού ενός βοοειδούς (συνήθως ταύρου) μ' ένα κοντό σκοινί, του οποίου η άλλη άκρη δένεται στα κέρατά του ζώου. Με το δέσιμο αυτό, το ζώο μπορεί μεν να περπατήσει αργά, αλλά δεν μπορεί να τρέξει και το κυριότερο να "κουτουλήσει". Χρησιμοποιείται σε άγρια και επιθετικά ζώα. Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Με μια ματιά, δεν την βρήκα στο γούγλη. Αν χρησιμοποιείται κι αλλού, κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη. Ετυμολογία προφανής : πους (πόδι) + κέρας (κέρατο).

Ρήμα: Ποδοκερίζω

Άτιμο ζωντανό αυτός ο ταύρος! Ποδοκερισμένο τον είχα κι είδα κι έπαθα να τονε βγάλω απο το ντάμι!*

*ντάμι: σταύλος (από το τουρκικό dam: δώμα, σταύλος (εδώ). [δώμα-dam, σαν αντιδάνειο μου "μυρίζει". Τι λένε οι πιό ειδικοί;]

Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.

Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα

Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός.

Αυτός ο τράος, ο μουσκούρης, διάολος σκέτος. Ούτε παστούρα λοαριάζει, ούτε τίοτα! Σάρταρε το τοίχο, ίσαμ'ένα μπόι, μπήκε στο χωράφι του γείτονα και τού'λασε τσι ζίκες.

μουσκούρης: ξανθοκόκκινος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

ζίκα: η κατσίκα στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Χαρακτηριστική είναι η "εξαφάνιση" κάποιων συμφώνων ανάμεσα σε φωνήεντα, όπως διάολος (λέγεται και σε πολλά άλλα μέρη), αλλά και λοαριάζει (λογαριάζει), τίοτα (τίποτα)

Ρήμα: παστουρώνω (μτχ. παστουρωμένος, αντιθ. ξεπαστούρωτος)

Το ξεπαστούρωτος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για ανθρώπους που δεν ανέχονται δεσμεύσεις, που έχουν "ξεφύγει".

Ο Γιώργης; Δε βρίσκεις άκρια με δαύτονε! Ξεπαστούρωτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified