Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.
Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.
Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Σαλαμίνας (< Αμαλίτσα < Αμαλία). Κέρμα 25 λεπτών (1/4 δραχμής) επί Όθωνα και 20 λεπτών επί Γεωργίου. Χρησιμοποιείται στην Κούλουρη, λόγω κάποιων ομοιοτήτων που φέρει η φορεσιά της Κούλουρης με τη φορεσιά της Αμαλίας, την οποία καθιέρωσε ως βασίλισσα, αντικαθιστώντας τη μουσουλμανική μαντίλα που έβλεπε να φοράνε οι γυναίκες της Ελλάδας και θέλοντας να φέρει τον ευρωπαϊκό τρόπο ενδυμασίας.
Οι μαλίτσες στολίζουν το τάσι πάνω στο φέσι της κουλουριώτικης φορεσιάς.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο Αμπελακιώτης, ο κάτοικος του οικισμού Αμπελάκι, επειδή θεωρείται σκωπτικά ότι οι κάτοικοι του Αμπελακίου είναι απόγονοι των Περσών, οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί, για αυτό και έχουν υποτίθεται μη ελληνικό μεγάλο κεφάλι.
Παντρεύτηκε Πέρση κεφάλα.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι το μπουφάν, πανωφόρι στρατιωτικού τύπου εκ του αγγλικού battle dress.
Κρύωνε κι έβαλε έναν παλιό πατατρέ.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα σημαίνει άι στον διάβολο.
Ρε τύραννε! Άι στορόντο, χρονιάρες μέρες, που θα μου βγάλεις την ψυχή!» / «Ρε μάνα! Τι στορόντο σ’ έπιασε τώρα;» (Χρήστος Μυλωνάς, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
Ο φασαίος που περνάει μεγάλο διάστημα στην Ανάφη.
Πάμε να αράξουμε με τους αναφασαίους στον Ρούκουνα.
Got a better definition? Add it!
Παγωμένος, ξερός. Το βρίσκουμε στον συγγραφέα από τη Χίο Γιάννη Μακριδάκη. (Δες).
Στην αρχή όμως τα σήκωνε τα κασάκια με τα κάντρα και τις φωτογραφίες και εγύριζε στα χωριά με τα ποδάρια. Σαν το μουλάρι ο καμένος. Μετά επήρεν το μοτοσακό. Και ήπεσεν κάτω μια φορά και το έκαμε σαν οχτώ. Χειμώνας ήτανε και είχεν πάγο ο δρόμος. Και ήναψεν μιαν αστυφίδα, μου ’πε, για να μην παγώσει και τονε βρούνε ξεκουκουρωμένο στο χαντάκι. Τον εμαζέψανε κάτι περαστικοί και εσώθηκε.Έτσι την εκάμαμε την περιουσία μας. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του. Από το μηδέν ξεκινήσαμε. Από το μηδέν. (Γιάννης Μακριδάκης, Στη σκιά του όρους Όχη, Εστία, Αθήνα 2025).
Got a better definition? Add it!