«Same Shit Different Day»
Παρόμοιο με το δικό μας «...Τα ίδια σκατά».

(στο γραφείο)
- Πώς είναι τα πράγματα σήμερα; - SSDD.

(από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».

Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)

sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh

Ronaldinho91: lol what;

3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite

Ronaldinho91: Oh, ok then

Sit on it and rotate ! (από spydel, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται την κιτσάτη διαφήμιση του πάλαι ποτέ Prisunic Μαρινόπουλος με «μασκότ» τον «Πιμί με την δραχμή».

Στην μετά-Carrefour εποχή πιμί αποκαλούνται τα προσωπικά μηνύματα που ανταλλάσσουν οι χρήστες του διαδικτύου.

Είμαι ο, είμαι ο, είμαι ο Πιμί!
ο Πιμί! ο Πιμί! ο Πιμί με την Δραχμή!
Ψωνίζω πάντα στην πιο καλή τιμή!
(Διαφήμιση Prisunic Μαρινόπουλος από 70s και 80s, από μνήμη)

« ... έχεις υπ 'όψη σου κάποιον σωστό μάστορα σε νορμάλ τιμή;
αν δεν θες να πεις δημόσια, στείλε πιμί...» (Από φόρουμ)

«...με κολακεύεις με την ενέργεια σου ολόκληρο thread για πάρτυ μου ... Άμα έχεις κρατήσει κάνα ss στείλε μου πιμί να το δω! Είσαι γλυκούλης! Τώρα μπορείς να πεις και στην κολλητή μου ότι την βλέπω 'διαφορετικά'»;;;;
(από φόρουμ)

Ο Πιμι με την Δραχμή (από Vrastaman, 19/03/09)Αν αγαπάτε την δραχμή σας! (από Vrastaman, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Επίσης, ο εξελληνισμός του αγγλικού mod = moderator σε διαδικτυακό φόρουμ, σάιτ κτλ (κατά το δωδ).

Μεταξύ των δύο δεν υπάρχει σχέση, παρά μόνο για αυτούς που έφαγαν μπανάνα.

Τον δίκασε το Μ.Ο.Δ. και τον καταδίκασε σε μπανάκι επί τρολισμώ.

Σχετικό λήμμα: engreek και ασφαλώς τα mod diplomatique, μοντέλο, μόδιστρος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο ψαγμένος κουλτουριάρης αριστερός. Ύστερα από τα σοβιετικά putz στην Βουδαπέστη και την Πράγα, οι διανοούμενοι ντρέπονταν πια να πουν ότι γούσταραν την ΕΣΣΔ, κι επειδή ο Μάο Τσε Τουνγκ τα 'σπασε με τους Σοβιετικούς, προσέφερε «μίαν κάποιαν λύσιν», κατά Καβάφη, στους διανοούμενους της γενιάς του Μάη του '68, όπως και το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» (Νεχρού, Τίτο, Νασέρ). Το φαινόμενο περιγράφεται στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: «Η Κινέζα». Οι επικριτές τους ονομάζουν αυτήν την γενιά «γενιά του Μαρξ και της κόκα κόλα», αλλά ο μαοϊστής δεν παύει να είναι ο ψαγμένος updated αριστερός (εκείνης της εποχής) με την τραγιάσκα και την γιαλούμπα.

  2. Ύστερα από το αρκτικόλεξο Μ.Α.Ο, που παράγεται από το ROFLMAO= Rolling on Floor Laughing My Ass Off, εν ολίγοις «ξεκωλώνομαι στο γέλιο», ο ''μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος αστειάτορας, αυτός που λέει αστεία που προκαλούν έκρηξη γέλωτα! Και πάλι ο »μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος διανοούμενος αστειάτορας της ιντελιγκέντσιας, όχι ο προλετάριος πλακατζής της ΚΝΕ. Είναι ο αιρετικός εναλλακτικός αστειάτορας που ξεφεύγει από την χιουμοριστική ορθοδοξία του Κ. Κόμματος.

  3. Φευ, ελλοχεύει μια παρεξήγηση καθώς καθ' αυτό, το Μ.Α.Ο. σημαίνει απλώς »My Ass Off«, δηλαδή ξεκωλώνομαι. Μήπως »μαοϊστής« είναι και ο ξεκωλιάρης; Βέβαια, παρόμοιες παρεξηγήσεις ελλοχεύουν και στα »Γανυμήδης«, »σπέκια για το μύδι«, »Αρχιμύδεια«, κ.τ.ό. (βλ. εδώ), και θεωρώ ότι αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τα χρησιμοποιούμε.

Σλανγκασίστ: Mes, Dirty Talking, Vrastaman.

Ας πούμε σήμερα μαοϊστής (με την καλή έννοια) είναι ο GATZMAN για το λήμμα γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία κι ο Vrastaman για τα άλλη μια φορά ανύπαρκτα μήδια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Chat-αρκτικόλεξο του Laughing My Fucking Ass Off, ήτοι «γελάω μέχρι ξεσκίσματος και συνεχίζω να γελάω».

Χρησιμοποιείται για να δείξει ο chatter το πόσο ασύλληπτα τρομερά κι ανεκδιήγητα αστείο του φαίνεται κάτι, δηλαδή μέχρι απιστεύτου.

Επειδή όλα αυτά τα αρκτικόλεξα που αφορούν το πόσο γελάει κάποιος σε ένα chat είναι καμπόσα, λέω να τα βάλω με σειρά προτεραιότητας, από το πιο λίγο αστείο (ανθυπομειδίαμα - χαχα) μέχρι το πιο πολύ αστείο (ξεκωλωτικό - χαχαχαχαχαχαχα) και τις αντίστοιχες κεντρικές ιδέες / ελεύθερες μεταφράσεις, έτσι για ενδεικτική αναφορά.

  • LOL (Laughing Out Loud - γελάω δυνατά) ή LOL (β' εκδοχή: Lots Of Laughs - πολλά γέλια),
  • LOLZ (το ίδιο με πριν, αλλά στον πληθυντικό, δηλαδή πάρα πολλά γέλια),
  • LMAO (Laughing My Ass Off - ξεκωλώθηκα στο γέλιο),
  • LMFAO (Laughing My Fucking Ass Off - ξεκωλώθηκα εντελώς και συνεχίζω να γελάω),
  • ROFL (Rolling on Floor Laughing - κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια),
  • ROFLMAO (Rolling on Floor Laughing My Ass Off - κυλιέμαι στο πάτωμα ξεκωλωμένος από τα γέλια) και πάει λέγοντας.

Επίσης βιβλιογραφική αναφορά στα:

  • rotf-lol λήμμα από το οποίο εμπνεύστηκε το παρόν,
  • lol-some,
  • lolen.

    Aν ξέχασα κανένα σχωράτε με.

Πάει έχει χαθεί το μέτρο του γέλιου στο chat, πετρέλεος! Δηλαδή πάω στοίχημα ότι μέχρι να ανεβάσω τον ορισμό θα χουν ανακαλύψει κι άλλες εκατό αρκτικόμπουρδες, ώστε το γέλιο να πιάνει δυο - τρεις σειρές στα room για να φαίνεται τέλος πάντων πόσο διασκεδάζει ο κόσμος όταν κάποιος γράφει μια ανοησία.

maria99: - geia sou saki lol

sakis: - ep maria edw kai sy; lolz
mikripetalouditsa: ti 8a gini re maria 8a mas afisis kana gomeno LMAO!!!!!1111

maria99: - LMFAO

sakis: - min xtipieste koritsia gia oles exei o mpakses ROFL

maria99: - ti le re saki pou xtipiomaste gia parti sou ROFLMAO!!!!!!!1111111

(*σ.σ.: καλά συγνώμη τώρα, σας φάνηκε ο,τιδήποτε από τα παραπάνω να δικαιολογεί ακόμα και το lol; πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα με μεγάλες προεκτάσεις, το κόβω εδώ και επιφυλάσσομαι - LOL).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του λολ (lol). Το αρκτικόλεξο σημαίνει: «Rolling on the floor laughing out loud»= Κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας δυνατά. Και το χρησιμοποιούν πολύ στο ιντερνέτι.

χα χα χα, πολύ λολ αυτό που είπες, είσαι lol-some. Τι λέω, τι λολ, είναι rofl-lol!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified