Further tags

Όρος που περιγράφει τα χακερίστικα και λοιπά αλαμπουρνέζικα των κομπιουτεράδων και των γκατζετάκηδων. Προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων java + μάβα. Η java είναι εξαιρετική γλώσσα προγραμματισμού που σήμερα ξεσκίζει λόγω του τεράστιου πορταμπιντέ που διαθέτει μέσω των virtual machines (VM). Το επίθεμα «μάβα» αφορά σε όλα τα υπόλοιπα κομπιουτερίστικα λήμματα που αραδιάζουν οι γκουρού και οι κουρού των Η/Υ.

  1. Ήρθε ο Αντώνης κι έκανε κάτι τζάβα-μάβα, δεν κατάλαβα χριστό! Πάντως τώρα δουλεύει!

  2. Για να «ανεβάσεις» λήμματα από το slang.gr στο blog θέλει τζάβα-μάβα. Άσ' το καλύτερα...

  3. - Πώς το 'κανες ρε μεγάλε και βγάζει κάθε ανάρτηση με άλλο χρώμα;
    - Εύκολο είναι, αλλά θέλει λίγο τζάβα-μάβα.

Java logo (από panos1962, 06/11/09)τζάβα-μάβα (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύκολη γκόμενα.

- Καλά, με την πρώτη του 'κατσε η Μαρία;
- Αφού σου είπα, είναι plug-n-play η γκόμενα!

(από ironick, 25/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ιντερνετικά omg και λολ, αντίδραση που έχει περάσει και στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται κυρίως από τύπους που λιώνουν στις ντότες και δείχνει έκπληξη (το ομιτζί) μπροστά σε κάτι μάλλον αστείο (τα τρία λολ).

Ο αριθμός των απαιτούμενων λολ ποικίλλει, αρκεί να στέκει μετρικά η πρόταση, αλλά το ομιτζί δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το ομιφιτζί.

Όταν το λολ αντικατασταθεί από το εφεφές (ffs, σύντμηση του for fuck's sake), η αντίδραση περιέχει και μια εσάνς αγανάχτησης, αλλά όχι και με πολλά χι. Σε αυτήν την περίπτωση η ποσότητα των εφεφές είναι αδιευκρίνιστη, ίσως γιατί, σε αντίθεση με τα λολ, τα εφεφές (πίλσεν) είναι μη μετρήσιμη ποσότητα.

Βλέπε και lol theory.

  1. - Είδα το Μήτσο το μεταλά σε πανηγύρι να ακούει Χριστοδουλόπουλο.
    - Ομιτζί και δεκαεφτάμισι χιλιάδες λολ!

  2. - Κόπηκες Υδροπνευματικούς Δονητές ΙΙ.
    - Ομιτζί και εφεφές. Πότε θα γίνω μάνα;;

  3. (τραγουδιέται κατά το οκέι γιες του Γιάννη στους Απαράδεκτους)
    Ομιτζί και εφεφές,
    Σ' είδα στο Σύνταγμα εχτές.
    Ομιτζί και τρία λολ,
    Πλακώθηκα στα παναντόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κομπιουτερίστικη σλανγκ, μεταφέρεται έτσι στα ελληνικά, το copy-paste, ήτοι αντιγραφή και επικόλληση. Επίσης, το clopy paste.

Πηγή: Κώστας ΤΜ.

Η εργασία του Φουντουκίδη είναι τελείως άρπα-κόλλα. Αυτό που λέμε στα ελληνικά plagiarism.

Got a better definition? Add it!

Published

Διαόλου κάλτσα αποκαλείται το sock puppet, η ψεύτικη δηλαδή persona που δημιουργεί εν είδει μαριονέτας κάποιος εγγαστρίμυθος σπαστήρας ή τρολεατζής με σκοπό την μπαγαποντοδοσία, την πανοποντοδοσία ή την εν γένει χειραγώγηση μιας διαδιχτυακής κοινότητας.

«Διαόλο-καλτσισμός ορίζεται ως η δημιουργία πλαστής online ταυτότητας για την απονομή σπεκ, την υπεράσπιση, η την δημιουργία ψευδαίσθησης υποστήριξης κάποιου, των συμμάχων αυτού, ή της εταιρίας του...» (New York Times)

«...υποψην εινε ακομα 13 μαθητες μου που θα χρησημοποιησουν τον υπολογιστη μου και μαλον 5 αστερα θα βαλουν 9 απο αυτους με εχουν αστροδοσει
να εινε καλα τα παιδια ...οι μαθητες μου ειδαν αυτα που γραφοντε εδω και αποφασησαν να με πριμοδοτησουν...» (Εκμυστηρεύσεις μιάς διαόλου κάλτσας από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάνει λάδια (κομπιουτεροποιημένη μορφή).

- Που λες Μήτσο, βασίστηκα στα λόγια του, αλλά μού λεγε τελικά μπαρούφες.
- Καλά ρε όρνιο. Άνθρωπο που βρήκες να βασιστείς. Αυτός ρε φίλες χάνει το setup. Και να πω πως δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για προϊόντα μιας άγνωστης προς πολλούς μάρκας, τα οποία όμως συνήθως είναι και χαμηλής ποιότητας, ή φοβούμαστε πως θα είναι τέτοια (καθότι έχουμε άγνοια για την μάρκα).

- Αγόρασα ένα νέο DVD players χθες!
- Ναι; Τί μάρκα;
- Μάρκα μ' έκαψες, αλλά ήταν πάμφθηνο. Ελπίζω να τη βγάλει μερικούς μήνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικότερος ορισμός του μαλάκα... Τον χρησιμοποιούμε συνήθως για να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις πράξεις του συγκεκριμένου μαλάκα.

- Ο Τάκης ξανάμπλεξε με μια πρώην του που ήξερε ότι έχει μπλέξει με τον Σπύρο Μπουρνάζο τον γνωστό σφίχτερμαν και μπόντυ μπλίντερ ο οποίος τον έκανε τούμπανο μόλις τους είδε.
- Ε, τώρα μου λες για τον Τάκη... Γνωστός ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής...

Δες και ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified