Selected tags

Η ετικέτα θα αντικατασταθεί από ετικέτες όπως ίντερνετ, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τεχνολογία, μηχανές, κλπ.

Further tags

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είδα να υπάρχει κάπου αλλού, οπότε το βάζω.

WOW λοιπόν είναι το αρκτικόλεξο που χρησιμοποιείται χάρη συντομίας για το ηλεκτρονικό παιχνίδι World of Warcraft. Το παιχνίδι αυτό παίζεται από εκατομμύρια παίκτες σε όλον τον κόσμο και σίγουρα θα έχετε ακούσει κάποιον πιτσιρικά που συχνάζει σε ίντερνετ καφέ, να λέει: «Δεν μπορώ τώρα, παίζω WOW».

Το παιχνίδι αυτό είναι MMORPG, δηλαδή μαζικό ον λάιν παιχνίδι ρόλων (συγγνώμη για την κακή μετάφραση του όρου, θα βάλω τον ορισμό αργότερα), το οποίο είναι τρομερά εθιστικό, ειδικά σε παιδιά 12-16 χρονών.

Άσε μας ρε μάνα, πού να βγω τώρα; Παίζω WOW και έφτασα επίπεδο 30. Άσε την Μαρία να με περιμένει. Αν δεν της αρέσει ας με παρατήσει, σκασίλα μου, εγώ παίζω τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα RPG (role playing games = παιχνίδια ρόλων) online και μη, ο παίχτης ελέγχει έναν ή πολλούς χαρακτήρες μαζί. Αυτοί έχουν κάποιες δυνατότητες, π.χ. δύναμη, επιδεξιότητα κλπ. Όσο παίζει κάποιος λοιπόν, ο χαρακτήρας από τις μάχες αποκτά εμπειρία (ΧΡ) που μεταφράζεται σε πόντους τους οποίους προσθέτεις στον χαρακτήρα σου.

Μ : Άσε Βάγγο είμαι ξενύχτης.
B: Γιατί ρε Μίτσακλα;
M: Κάηκα χθες στο WOW μπας και μαζέψω κανά ΧΡ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισάγω ένα λινκ στο περιεχόμενο μιας σελίδας στο internet. Συνήθως αφορά εισαγωγή λινκ σε κείμενο, είτε από τον δημιουργό/διαχειριστή της σελίδας, είτε από τους χρήστες που ποστάρουν σχόλια, χρησιμοποιώντας τα εργαλειάκια που τους παρέχει το site.

Η λέξη λινκ είναι απευθείας μεταφορά από το αγγλικό link που σημαίνει σύνδεσμος. Σε πιο χάρκορ κομπιουτερίστικα συμφραζόμενα λέγεται και υπερσύνδεσμος (hyperlink). Επιτρέπει στον αναγνώστη μιας ηλεκτρονικής σελίδας να μεταφέρεται σε άλλη σελίδα κλικάροντας πάνω στον σύνδεσμο. Έχει ελληνοποιηθεί και αυτή ως λίνκι. Οι λέξεις που περιέχουν σύνδεσμο συνήθως διακρίνονται με κάποια μορφοποίηση (υπογραμμίζονται, έχουν άλλο χρώμα κλπ) και ο δείκτης του ποντικιού γίνεται «χεράκι» όταν τον μετακινούμε πάνω τους (mouse over).

Αυτή η απλή αλλά επαναστατική ιδέα της διασύνδεσης οδηγεί καθημερινά στην όλο και πιο «μη γραμμική» αναζήτηση και άντληση της πληροφορίας: αντί να διαβάζουμε ένα ηλεκτρονικό κείμενο σαν βιβλίο, δηλαδή με αρχή-μέση-τέλος, κατευθυνόμαστε και ανακατευθυνόμαστε συνεχώς σε διαφορετικές ηλεκτρονικές τοποθεσίες, μέσω των links. Ένα πολύ θετικό στοιχείο είναι η εύρεση της συγκεκριμένης πληροφορίας στο χάος του διαδικτύου - ένα αρνητικό είναι ο κατακερματισμός της συγκέντρωσής μας από αυτό το ιδιότυπο ζάπινγκ και η αποσπασματική γνώση που αποκομίζουμε.

Το λινκάρισμα ενίοτε προσομοιάζει σε τέχνη (λέμε τώρα), όταν επιτρέπει να προσαρτήσουμε στα λεγόμενά μας ένα παράλληλο νόημα, σαν υπονοούμενο ή επεξήγηση. Αποτελεί σοβαρή ενασχόληση χρηστών του παρόντος σάιτ.

  1. Από εδώ:

Διευκολύνω το έγκλημα (Λινκάρω)

Νομίζατε ότι είμαστε τεχνολογική μπανανία μόνο στην Ελλάδα; Η Μεγάλη Βρετανία δεν πάει καθόλου πίσω. 26χρονος από το Cheltenham συνελήφθη με την κατηγορία ότι διευκολύνει την παραβίαση copyright μέσω διαδικτύου. Είχε εκεί ένα site ο νεαρός, το TV Links, που είχε και μερικά λίνκια που οδηγούσαν σε ‘κλεμμένα’ βίντεο. Τον μπουζουριάσανε κι ησυχάσανε (;)

  1. Από εδώ:

Κανονικά αποφεύγω να λινκάρω απλές γνώμες διαφόρων συμπολιτών μας, βλόγερ και μη, όμως αυτό που θα δείτε παρακάτω από το βλόγι(ν) του Ερμίππου (και που αρχικώς είχε λινκάρει στο μαγαζί του ο zaphod) δεν πρόκειται για απλή γνώμη, μιας και έχει πλήθος στοιχείων (ΦΕΚ, έγγραφα και λοιπά). [...]

  1. Από πρόσφατη πολιτιστική εξόρμηση σλάνγκων:

- Πώς λινκάρετε ρε παιδιά βιντεάκια στο youtube στο συγκεκριμένο δευτερόλεπτο που λένε μια ατάκα;
- Λέγεται deep linking, ψάξτο στο internet.
- Deep licking;
- Όπα, όπα, μη μας πας στους φραπέδες τώρα! Ντηπ λιν-κινγκ!
- Τι λε ρε παιδάκι μου...

  1. Λινκάζ στο slang.gr.

α. Από τα σχόλια του λήμματος μοϊκάνα:
- Αγαπητέ σέβομαι την γνώμη σου και την συμμερίζομαι εν μέρει αλλά γενικώς
είμαι βράχος στις απόψεις μου. Φιλικά
- Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια φίλε μου
- στο επανιδείν φίλτατε!

β. Στα σχόλια του λήμματος ένα ίσον κανένα (vikar).

γ. Για να πάρει κρούστα το κάψιμο, επισκεφτείτε και αυτούς τους ορισμούς: οφ, γραμμές και παρελάσεις, σλανγκιστί, φυλή κλπ κλπ...

XKCD, The problem with Wikipedia. (από patsis, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνώμη.

Χρησιμοποιείται από άρρωστους τεχνο-σλανγκάδες, κυρίως λινουξάκηδες. Προέρχεται από το περιβάλλον εργασίας gnome.

- Τι γκνόουμ έχεις για τη γκόμενα;
- Τρελό σώμα, αλλά από μάπα χάλι!

(από Vrastaman, 30/08/10)(από perkins, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι με τις ώρες στο YouTube, συνήθως μέσω της αέναης ακολουθίας των related videos, με ή χωρίς τη συνοδεία τσιγάρου/καφέ/αλκοόλ/ναρκωτικών.

Βλ. και youtube poop

- Πώς είσαι έτσι, ρε μαλάκα; Δεν κοιμήθηκες καθόλου;
- Μπα... Γιουτιουμπάριζα όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλία δύο ατόμων που τηλεφωνούν ταυτόχρονα από διαφορετικές γραμμές σε τρίτο, ο οποίος έχει βάλει το ακουστικό από το ένα του τηλέφωνο στο μικρόφωνο του άλλου.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το τηλεφωνικό σεξ, εκτός κι' αν μιλάμε για τηλεφωνική παρτούζα.

Δες ακόμη: εξηνταεννιά.

— Ναί.
Έλα ρε Μίστερ Υπόχονδρε, πώς πάς;
— 'Ελα ρε. Πώς να πάω, τα ίδια σκατά, πυρετός και συνάχια κι' αηδίες. Άσ' τ' αυτά και πές μου για τη χθεσινή τώρα. Πώς ήταν;
— Ά, μεγάλη ρουφοκαυλέτα.
— Καλύτερη απο Λόλα;
— Τρρρ'λός εισαι;... Ίσαμε πέντε κιλολόλ.
— Τί λέ' ρε μαλάκα;! Και πώς την είπαμε;
— Πιπίτσα.
Αυτά ειναι. Πότε θα μας τη γνωρίσεις;
— Γίνε 'σύ καλά κι' οποτε θ-... όπ, κάτσε λίγο ρ' εσύ, το κουνιστό... [Ναί;... Ά, έλα ρε κούκλα! Πολλά χρόνια θα ζήσεις... Ναί... Νά εδώ, μιλάω στο σταθερό με τον κολλητό... Ναί, ναί...]
— ΡΕ!
— [Μπά όχι, δέ κανόνισα...]
— ΡΕΪ! ΒΑΛ' ΤΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
— (Σκάσε ρε μαλάκα!) [Ναί ρε κούκλα, αμέ... Άμα είναι μηνυματιζόμαστε... Αχά...]
— ΦΕΡΕ ΡΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΙ' ΕΜΕΙΣ, ΠΑΡΤΟΔΟΥΛΕ!
— [Δέ μου λές, θα φέρεις και καμιά φίλη σου μαζί;...] (Κόφ' το ρε βλάκα!) [Τί;... Α όκέι... Γαμώ, κυριλέ... Ναί... Έ, δέν ξέρω αν θα μπορεί, θα δώ... Έ;... Όχι-όχι! να τη φέρεις εσύ, και βλέπουμε!... Ναί... Ναί κούκλα, ναί... Έγινε, ναί... Άντε... Ναί, ναί, τσάο-τσάο, ναί, γειά...] Έλα ρε μαλάκα.
— Καλά, τί μαλάκας είσαι; Φέρ' την γιά 'να τηλεφωνικό εξηνταεννιά να κάνουμε παιχνίδι ρε πούστη, τί παρτάκιας...
— Άντε βρε βλάκα, «τηλεφωνικό εξηνταεννιά» να πούμε...
— 'Ντάξει, τουλάχιστον ξηγήθηκες ντάμπλ ντέιτ, δέ λέω. Τί ώρα είπατε;
— Άρρωστος δεν ήσουνα εσύ;...
— Έλα μωρέ, «άρρωστος»... Τριανταέξ' κι' εννιά πυρετός ειναι;...

(από vikar, 23/09/10)Αυτός μπορεί και το κάνει με τον εαυτό του! (από Vrastaman, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γούγλε ή γούγλε γούγλε, το Google δηλαδή, στο αρσενικό. Θυμίζει και λίγο γκούφη, οπότε παίρνουμε την εκδίκησή μας σλανγκικώς από την παντογνωσία του γούγλη. Παίζει πολύ στις εκφράσεις που έβαλα στα παραδείγματα, εκφράσεις που δείχνουν κοροϊδία μετά οικειότητος.

Τι να κλάσει ο γούγλης. (από Galadriel, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο clopy paste (όπως στον παρόντα ορισμό), αλλά σε όρο κυνικής ιατρικής αργκό, όπου ο γιατρός ανοίγει τον ασθενή, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιβίωσης και τον ξανακλείνει αμέσως. Προφάνουσλυ μεταφορά από την κομπιουτεράδικη αγγλική ορολογία για τις λειτουργίες αποκοπής και επικόλλησης στον υπολογιστήρα.

- Πώς πήγε η εγχείριση του Κολλυβάτου, γιατρέ μου;
- Κλασική περίπτωση cut paste.
- Η χήρα τι λέει, καλή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified