Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.
Σχετικά: πίπα-κώλο
-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...
Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.
Σχετικά: πίπα-κώλο
-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...
Got a better definition? Add it!
Ο Ιησούς Χριστός
Κάποιος που η εμφάνισή του θυμίζει τον Ιησού Χριστό. Είναι αξύριστος, έχει μακρυά μαλλιά μέχρι τον ώμο και πολύ πιθανό είναι παρθένος.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται με προστακτική και δηλώνει έντονα σε κάποιον να φύγει.
Συνώνυμα: αμόλα
Σε άλλες γλώσσες: scram, fuck off (αγγλικά), schleich di (αυστριακά), casse-toi (γαλλικά), hau ab, verpiss dich (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Χημείο / χυμείο:
Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.
Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.
1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.
Got a better definition? Add it!
Όρος μεταξύ gamers που περιγράφει τη συντονισμένη και γρήγορη επίθεση που σκοπό έχει να κατατροπώσει τον αντίπαλο προτού προλάβει να φτιάξει καν βασικές μονάδες. Προέρχεται από το αγγλικό rush.
Το ρήμα είναι ρασάρω, δηλαδή κάνω ρασάκι.
Δεν είχα ελπίδα. Άργησα για λίγο, με πήρε η γυναίκα στο τηλέφωνο και δεν έπαιζα συγκεντρωμένος... Μου έκανε ρασάκι και τέλος...
Got a better definition? Add it!
Σχετικά: ρασάκι
Έλα μωρέ, φοβάσαι τα νιούμπια; Ένα ντου τα έχουμε.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)
-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!
Got a better definition? Add it!
Η πολύ άσχημη και μαλακισμένη γυναίκα.
-Κοίτα την πώς κουνιέται, τη φλόμπα... Ποια νομίζει ότι είναι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικότατος όρος για την ώριμη γυναίκα που παριστάνει την σεξουαλική εικοσάρα.
Μου είχαν πει ότι η μάνα του είναι ωραία γκόμενα αλλά είναι μια πουρέκλω, παναγία βόηθα!
Got a better definition? Add it!
Κάνω πρωκτικό sex. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».
- Εσύ ήπιες όλες τις μπύρες ρε;
- Ναι...
- Ε, θα σου γεμίσω τον κώλο κρέας για να μάθεις να μην το ξανακάνεις!
Got a better definition? Add it!
Published