Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.

*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.

-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.

Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό πέος.

- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;

(από Galadriel, 01/03/09)(από GATZMAN, 14/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπέρμα.

Είχε μέρες να γαμήσει και έχυσε έναν κουβά τσουτσουνόζουμο.

Eβίβα! (από MXΣ, 17/05/10)-Για κατάθεση? Τρίτη πόρτα δεξιά! (από MXΣ, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυνατή πορδή με 3 στάδια, ακούγεται, βρομάει και δρόμο.

Ω ρε Μάκη και οι τριαξονικές σου... Την έκαναν οι γκόμενες!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Πόρνη που δεν στεγάζεται σε οίκο ανοχής, αλλά κάνει πιάτσα στον δρόμο.

Οι μόνες περιπατητικές που έμειναν στην εποχή μας είναι τα «κορίτσια» στη Συγγρού.

Περιπατητική φιλοσοφία (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Τυπικότητα. Χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε φράσεις «τι κάνεις;» «καλησπέρα» κλπ.

Στεφουνιζούνι μου, τι κάνεις όλα καλά; ΟΚ αυτό ήταν τυπικούρα... ΤΙ ΧΑΜΠΑΡΙΑ ΡΕΕΕΕ;!

Got a better definition? Add it!

Published