Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Χρήματα.
Άσε δεν θα βγω το βράδυ καθόλου, έχω ξεμείνει από καύσιμο.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιλέγει να πηγαίνει με γυναίκες και μετά να τις αποφεύγει. Δεν επιθυμεί σχέση παρά μόνο εφήμερες καταστάσεις.
Πάλι σαλματζιλίκια έκανες χτες με την τάδε.
Δες και σάλμα.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Tα αρχικά έχουν την σημασία: for the pouts ήτοι για τον πούτσο. Χρησιμοποιείται συνήθως ftp+oυσιαστικό.
Άσε μας ρε. Εσύ είσαι ftp οδηγός.
Got a better definition? Add it!
Το παγωμένο.
Το νερό της πηγής ήταν μπουζάτο!
Got a better definition? Add it!
Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».
- Πήρα από το ψυγείο την κανάτα με μπουζάτο νερό και γέμισα το απλυτήρι μέχρι πάνω.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.
- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Got a better definition? Add it!
Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.
- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...
Got a better definition? Add it!