Σημαίνει στην πούτσα μου, δηλαδή δε με νοιάζει, δε με απασχολεί, έχω γραμμένο κτλ. Ακολουθεί απόπειρα ετυμολόγησης:

στην πούτσα μου -> στη μπούτσα μ' ->ζ' μπούτσα μ' -> ζμπούτσαμ

Αντίστοιχα και ζμπούτσασ, ζμπούτσατ, κ.ο.κ.

Ζμπούτσαμ ρε φίλε, το χάλασες, θα το πληρώσεις! Τελείωσε!

(από jorje26, 05/10/06) (από allivegp, 17/10/12)(από allivegp, 17/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που διακρίνεται για την αστείρευτη φαντασία του. Από τον γνωστό σεναριογράφο / σκηνοθέτη που μαστίζει την ελληνική τηλεόραση εδώ και χιλιάδες χρόνια.

- Αντί να μας κάνει μάθημα, κάθε φορά μας διηγείται ό,τι νά 'ναι ιστορίες. Σκέτος Φώσκολος ο δικός σου!

(από beth, 21/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο ψευτομανής, ο όχι και τόσο αλήθειας τελικά.

- Και τι λέγατε με τον Σάκη;
- Ε μου λεγε τα ψέμματα που λέει συνήθως και το 'παιζα ότι εντυπωσιαζόμουν. Πάντως τον έχουν πάρει γραμμή όλοι τον Μπαρμπαλήθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυγιάγγιχτος, ο εύθικτος, ο τρυφερός, που θίγεται, ή στραβώνει, ή χαλιέται με το παραμικρό. Προέρχεται από τις σικάτες, κομψές κυρίες που σηκώνουν τη μύτη και γυρίζουν την πλάτη σε οτιδήποτε εκτός κύκλου τους.

- Σιγά μην έρθω εκεί μέσα.
- Σώπα μωρή κυρία που δε θα 'ρθεις. Θα 'ρθεις και θα γουστάρεις κιόλας!

Σύγκρινε με γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρμπουάρ λαϊκιστί. Το φιλοδώρημα.

Καλά δε θα αφήσεις μπουρμπούρι στο παιδί; Γύφτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Πρωτευούσης που χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους του Βορρά.

Τάκης Σουγιάς: - Αύριο παίζει η μπαοκάρα με το βάζελο ρε Μπάμπη. Θα ανεβούνε τίποτα αθηνέζοι να τους κοπανήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους παροικούντες τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που εστιάζει στις μοντέρνες συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους.

-Κοίτα τους νεοελληνέζους ρε. Όλο κλαίγονται πως δεν έχουν γκαφρά και δανείζονται για να πάνε διακοπές στο Παρίσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέμιση του εδέσματος «μπουγάτσα με κιμά». Μεταφορικά: υποτιμητικός όρος, συνώνυμο του μπουχέσαςμπουχέσας.

-Πού να τα καταφέρει ο μπουγατσοκιμάς ρε, αυτός όλα έτοιμα τα θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.

- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified