Σουρεαλιστική έκφραση για καλοτυχίες, που έρχονται πολύ αργά στην ζωή, όταν πια δεν ξέρεις τι να τις κάνεις.

Κλασικό παράδειγμα ο Φλορεντίνο στο «Ο έρωτας στα χρόνια της Χολέρας» του Μαρκές, που ολοκληρώνει τον έρωτά του για την αγαπημένη του κάπου στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, ύστερα από εξήντα περίπου χρόνια αναμονής. Αυτός βέβαια ένα κουτάλι μια φορά το είχε!

Πικραμένος αριστερός διανοούμενος: Τι να το κάνω να με βραβεύουν τώρα; Πέρασα όλη μου την ζωή στις εξορίες ή όχι; Τώρα που έγινε όλη η θάλασσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός παλαιόθεν, ο οποίος περιγράφει τον νταβατζή / μαστροπό. Σύνθετη, μεταφορική, λέξη, βοσκός + πόρνες, με τις πόρνες να θεωρούνται μεταφορικά πρόβατα.

Διασχίζοντας τον έρημο δρόμο, αντίκρυσα 3-4 πορνοβοσκούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να πασάρουν κορίτσια στους μοναχικούς διαβάτες, εκμαυλίζοντας την ανθρώπινη υπόστασή τους.

Pimp up your Jesus! (από Vrastaman, 28/01/09)

Βλ. και pimp, τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητηριώδες φίδι, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κακού, πονηρού και επικίνδυνου ανθρώπου, που στοχεύει να βλάψει τους γύρω του.

- Ανεβαίνω Θεσσαλονίκη το Σαββατοκύριακο.
- Θα μείνεις στο θεία σου;
- Τι λες ρε, αστειεύεσαι; Δε θέλω ούτε να τη βλέπω την οχιά, σε κακό θα μου βγει. Μακριά κι αγαπημένοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα πράγματα είναι τόσο χάλια που το κοροϊδεύουμε και προσποιούμαστε ότι όλα είναι μια χαρά.

- Ρε συ τι κάνει εκείνος ο Αλέξης, τον χάσαμε...
- Δεν τά 'μαθες; Γάμησέ τα, πέθανε ο πατέρας του, σκοτώθηκε ο αδερφός του σε αυτοκινητιστικό, ρίξανε φόλα στον σκύλο του, χώρισε με τη γκόμενα, χρωστά κάτι μυριάκια στις κόκες, έχασε τη δουλειά του, τράκαρε μετωπική και τώρα είναι στο νοσοκομείο... Μια χαρά χάλια δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επίμονη, από την πλευρά κάποιου άλλου, επανάληψη μιας κουβέντας (συνήθως συμβουλευτικής) ή πράξης (ενοχλητικής).

σχετικά: τροπάριο, αμανές, τραγούδι, μπίρι-μπίρι, κά.

  1. - Κόφ' το αυτό το βιολί επιτέλους, με ζάλισες από το πρωί... εντάξει, θα πάω να ζητήσω συγνώμη στη Μάρθα, αλλά όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.

  2. Νέο βιολί βρήκαμεεεεε... Ο από κάτω, κάθε βράδυ πριν να πέσει για ύπνο παίζει μια παρτίδα τάβλι με τον εαυτό του και μου σπάει καβλί, ακούγεται λες και το έχω δίπλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη παλιόπουστα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταφορικά. Στην κυριολεξία είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

  1. - Μεγάλη γαμιολόπουστα ο Κωστάκης... είδες τι μού 'κανε; Μου είπε ψέματα ότι δεν τα έχει με την Αλίκη ώστε να τσιμπήσω και να της την πέσω και τώρα κάνει ότι δε μου μιλάει. Δεν είχε τ' αρχίδια να μου πει κατά πρόσωπο να ξεκόψω μαζί του...

  2. - Χα, έμαθα ότι ο Νάκης το τυλίγει το ντολμαδάκι...
    - Καλά τώρα, είναι χρόνια γνωστό ότι είναι Η γαμιολόπουστα... Ολκής, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως τσιρλιό. Ηχητικής προελεύσεως λέξη, που αναφέρεται στην εκκένωση υδαρών κοπράνων, επισήμως γνωστή ως διάρροια. Η στρατιωτική λέξη αργκό «τσιρλιπιπί» είναι παράγωγο της εν λόγω λέξης. Συχνά χρησιμοποιείται και το επίθετο τσιρλιάρης, με την έννοια του φοβητσιάρη-χέστη.

  1. Επιστολή αναγνώστη προς το ΒΗΜΑ:

Τυχαίως το βράδυ (9.30-10.00) της 13ης Δεκεμβρίου ανοίγοντας την τηλεόραση στο πρόγραμμα ΕΤ3 παρακολούθησα μάθημα «πατριδογνωσίας» από κάποιον κ. Ζούραρι και σημείωσα, μεταξύ άλλων, τα εξής πρωτοφανή, πρωτάκουστα και απαράδεκτα: «η ανάγκη δεν ελέγχεται από το εθελόμυρτον (sic)...», ή «όταν φας πιπεριά την επομένη θα έχεις τσίρλα (διάρροια) και έτσι φαίνεται η σχέση πιπεριάς και τσίρλας και με την τσίρλα τελειώσαμε το μάθημα αυτό».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που δε θέλουμε να έχουμε πια επαφή, πιθανότατα επειδή στο παρελθόν μας έχει παίξει πουστιά.

- Να πάρω τηλέφωνο και τον Κώστα να έρθει;
- Τι λες μωρέ, αφού ξέρεις ότι δε μιλιόμαστε πια. Από μακριά κι αγαπημένοι...

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα αρκετά μεγαλύτερη από μας σε ηλικία, χωρίς όμως να είναι απαραίτητα μεγάλη ή γιαγιά στην κυριολεξία.

- Γιατί δεν προσπαθείς να κάνεις κάτι με τη Βάσω; Αφού φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για σένα, σου κολλάει συνέχεια.
- Έλα μωρέ, με την γιαγιά θα μπλέξω; 12 χρόνια με περνάει!
- Τι κολλάς ρε Μάνο, μην ξεχνάς ότι η γριά κότα έχει το ζουμί!.

Προσεχε τι επιθυμείς γιατι μπορει και να το βρεις μπροστα σου (από Vrastaman, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified