Ο ατσούμπαλος, ο άχρηστος.
Πάλι σκόνταψε ο ανάπηρος.
Όταν κάποιος λέει κάτι προσβλητικό για τον άλλο και ο άλλος δεν μπορεί να πει τίποτα.
- Έχωσα μια τάπα στον Πάνο... Πήγε σπίτι του και άρχισε να κλαίει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό αλλά χρησιμοποιείται ως επίθετο για να φωνάξουμε κάποιον χωρίς να τον βρίσουμε, αλλά και χωρίς να τον φωνάξουμε με το όνομά του.
-Ρε γκουντρόν, πού είσαι και σε ψάχνω τόση ώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το τσόντα + βίος.
Αυτός που ζει από τις πορνοταινίες και τα τσοντοπεριοδικά, συνήθως δεν έχει γκόμενα και συνέχεια παίζει το πουλί του.
-Βρήκε γκόμενα ο τσοντόβιος ή ακόμα παιδεύεται με το χέρι του;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος /-α που θεωρεί τον εαυτό του/της πολύ όμορφο, έξυπνο, γενικά τέλειο, και το λέει σε όλους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
greek + english
Όταν οι Έλληνες συνδυάζουν τα Αγγλικά με τα Ελληνικά.
- We are επικίνδυνοι and we want to σκοτώσουμε you.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που του αρέσουν οι άσχημες.
Ρε κοίτα τον μπαζογλείφτη...
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά τυχερός.
Ρε συ... Εγώ πήρα 5 κι αυτός ο διαολοδιώχτης 19.
%
Σχετικά: ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος, κωλόφαρδος, ξεκωλώνομαι.
Got a better definition? Add it!