Φιλάω, μπαλαμουτιάζω.
- Ο Νίκος φάσωσε τη Βάσω στο πάρτι!!
- Πλάκα κάνεις...
- Όχι ρε, ο Νικολάκης... Μας τίμησε όλους... Νιώθω περήφανος...
Φιλάω, μπαλαμουτιάζω.
- Ο Νίκος φάσωσε τη Βάσω στο πάρτι!!
- Πλάκα κάνεις...
- Όχι ρε, ο Νικολάκης... Μας τίμησε όλους... Νιώθω περήφανος...
Got a better definition? Add it!
Το καμάκι, συνήθως με περίεργο ή ανορθόδοξο τρόπο. Κλιμακώνεται από το χοντρό πέσιμο («σε αγαπάω», «θέλω να σε παντρευτώ», «είσαι η γυναίκα της ζωής μου», «πρέπει να με πιστέψεις») μέχρι το ελαφρύ πέσιμο («σου αρέσουνε οι λουκουμάδες;», «ωραίος καιρός σήμερα ε;», «συγγνώμη, τι ώρα είναι;»), με πάρα πολλές τεχνικές και παραλλαγές.
Ειδική κατηγορία είναι το οργανωμένο ομαδικό πέσιμο.
- Τι έλεγε η Σίφνος;
- Τίγκα στις γυναικοπαρέες...
- Κανά πεσιματάκι;
- Ναι ρε, εννοείται, τι περίμενες; Να καθόμαστε και να τις κοιτάμε σαν όλους τους μαλάκες;
Δες και την πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Ακόμα ένα συνώνυμο της λούγκρας.
(βλέπεις τον κολλητό σου απέναντι)
- Μωρή Λουκίααααααα!!!!!
Got a better definition? Add it!
Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.
- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...
Got a better definition? Add it!
Αυτός-ή που έχει μποτσάρει τόσες φάσεις στην ήδη μακρά ζωή του/της, που πια δεν έχει καμία αξία σαν άνθρωπος: σεξουαλικά, επαγγελματικά, οικογενειακά.
Συνώνυμη φράση: καμένο χαρτί.
Χρησιμοποιείται συχνά και για μεσόκοπες γυναίκες που γουστάρουν τεκνά αλλά δεν τους κάθονται και έτσι κερδίζουν με την αξία τους την επωνυμία.
- Είδες την κυρα-Μαίρη που απλώνει μπουγάδα και κάνει τα γλυκά μάτια;
- Άσ' την να ξερογλύφεται την τελειωμένη.
Got a better definition? Add it!
Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.
- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!
Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.
Got a better definition? Add it!
Κλασικός χαρακτηρισμός σχεδόν όλων των γυναικών με λίγες δυστυχώς μονάχα εξαιρέσεις. Απευθύνεται σε γυναίκες μόνο, που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε πια μαζί σου.
- Τελικά είναι όλες καριόλες.....
- ...και ειδικά η καύτρα....
Got a better definition? Add it!
Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.
- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.
Got a better definition? Add it!
Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).
Από τα όσα γνωρίζουμε για αυτό το άτομο, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι «το σκάει»...
- Εκεί που καθόμασταν που λες και μιλάγαμε, ο Βαγγέλης το έσκαγε!!
- Σοβαρά μιλάς ρε; Α τον δραπέτη!
Got a better definition? Add it!
Επίσης και ΧουΨουΑ (ΧΨΑ). Αναφέρεται όταν η σύντομη ή επιτυχής διεκπεραίωση μία υπόθεσης είναι κάτι απίθανο.
- Έκανα αίτηση στο δημόσιο.
- Στο δημόσιο; Καλά... Χέσε Ψηλά κι Αγνάντευε!
Άλλη έκδοση: Χέζε ψηλα κι αγναντευε
Got a better definition? Add it!