Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.
Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας. Συνώνυμα: μουνί (και όλα τα παράγωγά του), τούμπανο, γοργόνα, μανίτσα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να ειδοποιήσει κανείς κάποιον για την παρουσία μιας όμορφης και εντυπωσιακής κοπέλας, ενίοτε και ξέκωλου.
- Τίγκα τίγκα!
- Πού ρε’συ;
- Εκεί ρε, στο τραπεζάκι στα δεξιά!
– Πωπωπω, τι τούμπανο είναι αυτό! Πού θα βρω μια τέτοια γκόμενα εγώ ρε γαμώτο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγγλικό junkie, που σημαίνει ο εθισμένος στα ναρκωτικά και δη στην ηρωίνη. Ο πρεζάκιας.
-Μα που έχει χαθεί ο Νίκος, έχω καιρό να τον δω. –Άστα, έχει μπλέξει με κάτι τζάνκια και θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα φοβάμαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε γυναίκα που έχει τόσο χαμηλά τον πισινό της (χαμηλοκώλα), ώστε όταν περπατά "σηκώνει σκόνη".
-Πω πω τι μουνάρα είναι αυτή !
-Σιγά ρε μαλάκα !!! Αυτή σκων' σκον' !
Got a better definition? Add it!
Ο βοηθός διαιτητή (για τους παλαιότερους ο επόπτης γραμμών). Ο αφανής ήρωας κάθε Κυριακής δεδομένου ότι λόγω της μικρής απόστασής του από την εξέδρα ακούει τα εξ αμάξης.
(οπαδός προς τον επόπτη γραμμών μετα από σώστή υπόδειξη οφ-σαϊντ)
-Ρε λαλάκα πλαϊνέ, πού το είδες αυτό... Θα μπώ μέσα και θα σε λαλήσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τρε-λός.
λοστρέ=τρελός
-Κοίτα ρε τι πάει να κάνει ο άνθρωπος... Καλά, είναι λοστρέ;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αδιαφορεί για τα πάντα - «τα γράφει στ' αρχίδια του».
Σιγά μην περιμένω απάντηση από τον Τάκη... Αυτός είναι ένας γραψαρχίδης...
Got a better definition? Add it!
Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Got a better definition? Add it!
Ο πεοθηλασμός. Συναντάται σπανιότερα και ως μπουλκουμάς, ο.
Συνώνυμα: πίπα.
(Menu σε μπουρδέλο:)
- Πισωκολλητό, καθιστό, μπουλκουμές, σπέσιαλ...
Got a better definition? Add it!