Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Βλ. και μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίοδος αγαμίας.
- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.
βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που της αρέσουν οι νεαροί άντρες.
- Θα βγω με την Κική, που γνωρίσαμε της προάλλες, σήμερα το βράδυ. - Μα αυτή έχει τα διπλά σου χρόνια. Κατάλαβα, πάλι σε τεκνατζού έπεσες, θα σε ρουφήξει κανονικά, μισός θα μείνεις!
Δες και τεκνό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πρόσωπο που συμπεριφέρεται σαν διακοσμητικό είδος.
Χρησιμοποιείται πολύ για κάποια μοντέλα και άλλες όμορφες παρουσίες στα τηλεοπτικά πλατό, που δεν μιλάνε και δεν κάνουν κάτι άλλο. Είναι εκεί μόνο για να ομορφαίνουν τον χώρο.
Πλέον το λέμε γενικά για κάποιον, που δεν μιλάει και δεν συμμετέχει.
- Θα πάω για καφέ με την Μαρία, θες να έρθεις; - Τι να έρθω να κάνω, θα λέτε πάλι ιστορίες για τις διακοπές σας, θα κουτσομπολεύετε άτομα που δεν ξέρω και εγώ θα κάνω την γλάστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα με πολύ μικρό στήθος.
- Ωραία αυτή η Μαρία που βγήκατε χτες; - Από πρόσωπο πολύ καλή, και σώμα αρκετά καλό αλλά κόντρα πλακέ ρε παιδάκι μου. Εγώ μεγαλύτερο στήθος έχω.
Βλ. και πλάκα, απλώστρα, κόντρα πλακέ, παντόφλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο τύπος χτενίσματος που έχουν συνήθως οι Κηφισιώτισσες αλλά και άλλες κοπέλες που το παίζουν trendy. Το χαρακτηριστικό αυτού του χτενίσματος είναι το φουντωτό μαλλί στο κέντρο του κεφαλιού (μαζεμένα τα μαλλιά σε μπόγο) και η φράντζα στα μπροστινά μαλλιά στο μέτωπο. Μοιάζει με κουνουπίδι.
– Ρε φίλε, γιατί δεν κάνεις κάτι με αυτή την κοπέλα; Είναι πολύ όμορφη και είναι και καλό κορίτσι.
– Σου έχω ξαναπεί. Αν η άλλη δεν έχει μαλλί κουνουπίδι, δε λέει.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορικά, το συμπαγές σπέρμα.
- Έπαιξα μία για πάρτη της εχθές και γέμισα τον τόπο τυριά.
- Μήπως έχεις τίποτα χλαμύδια ρε φίλε;
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.
Got a better definition? Add it!
Περιγελαστικά, ότιδήποτε άρρωστο έχει φυτρώσει στο αιδοίο μιας γυναίκας.
Got a better definition? Add it!