Ο άντρας που κάνει αυτό που παλιά θεωρούσαν γυναικείες δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, καθάρισμα, πλύσιμο, μπουγάδα, παιδιά-σκυλιά. Δεν είναι ο νοικοκύρης ή ο νοικοκυραίος, είναι ο καλός νοικοκυρός που είναι δούλος και κυρός, ο househusband. Πολλοί το έχουν για παρακμή, αλλά κάτι με την ισότητα κάτι με την ανεργία, διαδίδεται.

- Τι κάνει ο Γιάννης τώρα που τον απέλυσαν; Ψάχνει για καινούργια δουλίτσα στον ιδιωτικό τομέα;
- Όταν προλαβαίνει. Γιατί με δυο παιδιά και την Κατερίνα να χτυπάει δωδεκάωρα, έχει γίνει φουλ τάιμ νοικοκυρός. Πού λεφτά για μπεϊμπισίτερ.
- Καταραμένο Μνημόνιο!

Υπερήρωας! (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί απλά να χρησιμοποιηθεί εκ περιτροπής με το γαμόπουστας.

Η περιγραφική του μαγεία ωστόσο αναδεικνύεται όταν το εν λόγω άτομο έχει φαντεζί και συνάμα μάγκικο ντύσιμο, δε στη δίνει κατ' ευθείαν στα νεύρα και έχεις το χρόνο να το περιεργαστείς σχεδόν ψύχραιμα, αυτός είναι ο γαμόσταυρος.

-Κοίτα το αγόρι· σχισμένο τζινάκι, πουκάμισο, αμάνικο μπουφάν και αλυσίδα...
-Ευτυχώς φόρεσε σαγιονάρα και το 'σωσε λίγο.
-Γαμόσταυρος νέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα παίρνει όλα σβάρνα, τ'ς γαμάει τη μάνα.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε λόγω υψίστης κάβλας, είτε λόγω απύθμενης ηλιθιότητος. Σε κάθε περίπτωση ένας γαμοπέταλος θα ενθουσιάσει μικρούς και μεγάλους... Οι γαμοπέταλοι είναι σπάνιοι.

Οπ, οπ κάνε τ' αμάξι στην άκρη έρχεται ένας γαμοπέταλος από πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουτσιστική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου, τουρκικής προέλευσης.

Μπορεί να σημάνει τον μικρό, γλυκούλη και χαϊδεμένο. Μερικές φορές ο τζουτζούκος είναι υπέρ το δέον χαϊδεμένος, οπότε είναι μαμόθρεφτος και μπουμπούκος. Άλλωστε πρόκειται για έκφραση που μπορεί μια μαμά να απευθύνει προς τον κανακάρη της, ή που μπορούμε να απευθύνουμε και προς ένα χαριτωμένο κατοικίδιο ζωάκι, και κατ' επέκταση προς ερωτικό σύντροφο γουτσιστικώς. Οπότε πολλές φορές χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομο φλώρο και μπουχέσα.

Ομοίως η τζουτζούκα είναι η αγαπημένη, η γλυκιά, αλλά μπορεί να είναι και η ζουμπουρλού.

  1. Η γλυκούλα κι ο τζουτζούκος (ερωτικό διήγημα):
    [...] Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει, αφού έβαλε πρώτα στο αυτί δύο σταγόνες από το νέο Σανέλ, που ήταν τόσο μεθυστικό, όσο έλεγε και η διαφήμιση. - Τζουτζούκο μου! - Γλυκούλα μου! Φιλήθηκαν με πάθος και της έδωσε τα λουλούδια και τα σοκολατάκια. - Αυτά για σένα, γλυκούλα μου! - Αχ, τζουτζούκο μου, δεν έπρεπε να το κάνεις! (ένας ξαφνικός βήχας έπιασε απότομα την ανθοπώλη και τον ζαχαροπλάστη...) (Η ανατρεπτική συνέχεια εδώ).

2. Κάτω η τζουτζούκα!
«Εδω εχουμε αρχισει να μην ακουμε κανονικα το ονομα μας. Σε λενε » κοριτσακι, τζουτζουκα, Λουλου « και δεν μπορουν να πουνε » καλημερα Χαρουλα !« . Ξερετε ποσο σπουδαιο ειναι να μπορεις να μιλησεις στον κολλητο σου με το κανονικο του ονομα και να μην χρειαζεται να το παραλλαξεις;» (Από συνέντευξη της Χαρούλας Αλεξίου στην «Ελευθεροτυπία») [...]
Αρκει ο συντροφος σου ναναι...μονο δικος σου και να μη λειτουργει ...η κοινοκτημοσυνη . Να μην εισαι δηλ. μια τζουτζουκα αναμεσα σε πολλες αλλες τζουτζουκες του ιδιου ατομου. Αυτονοητο αυτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραγκόκοτα. Λέγεται για άνθρωπο βλάκα, που δεν του κόβει, μπούφο.

Έχει και άποψη για τα πολιτικά το κοκράνι!

Όποιοι δεν φοράνε κράνη, έχουνε μυαλό κοκράνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικό, όταν μια ομάδα δεν είναι καλά ετοιμασμένη και προπονημένη μια βροχή την σώζει από την ξεφτίλα γιατί ακυρώνεται ο αγώνας. Ή αν δεν ακυρωθεί ο αγώνας μπορεί να γλιστράει το γήπεδο και ο αντίπαλος να μην είναι εξοικειωμένος με το γήπεδο.

Το λέμε όταν δεν είμαστε καλά προετοιμασμένοι και φοβόμαστε την ξεφτίλα και για αυτό ελπίζουμε να συμβεί κάποια μικροκαταστροφή που θα μας γλιτώσει.

- Καλά θα είναι κανείς στη διαδήλωση ή εμείς κι εμείς;
- Άσε, μια βροχή θα μας σώσει.

(από Spider, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κτίριο το οποίο για τον έναν ή τον άλλο λόγο (αλλά κυρίως για τον έναν) ξεχωρίζει ή μάλλον πετάγεται σαν πούτσα ανάμεσα σε άλλα κτίρια. Είναι το ακάλεστο κτίριο, το κτίριο που δεν το παίζουν οι φίλοι του. Το κτίριο που είναι ψηλό και άχαρο, ποτέ συμπαθές. Τραβάει τα βλέμματα μόνο για το ψέγος και όλοι αναρωτιούνται πώς φύτρωσε αυτή η παπαριά εκεί πέρα. Η πουτσιά είναι αυτοστιγμεί αναγνωρίσιμη και ο εμετός βέβαιος κι αναπόφευκτος, καθώς υπέρ άνω όλων το κάλλος.

-Πωπω, κοίτα τα σπιτάκια πόσο ωραία είναι, με τις σκεπούλες τους και τα παραθυράκια τους, με τις μικρές μικρές υδρορροές τους, με τα χρωματάκια τους τα λάγνα, με τις ξύλινες πορτούλες τους, μωρέ...
-Και γαμώ!
-Ώπα, ώπα.
-Τί ρε;
-Τί πουτσιά είναι αυτή εκεί, μες στη μέση;

(από σφυρίζων, 18/02/14)Torre Agbar, επονομαζόμενον και ως "η πούτσα της Μπαρτσελόνα", αρρωστούργημα του αρχιτέκτονα Jean Nouvel. (από Khan, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά περίπτωση όποια ελεεινή συμπεριφορά μπορεί να έχει κάποιος (ανεξαρτήτως εθνικότητας), την οποία ο εκάστοτε ομιλών θεωρεί χαρακτηριστική του Έλληνα. Φορ εξάμπλ, ελληνιά μπορεί να θεωρηθεί από το να κορνάρεις σαν τραμπάκουλας χωρίς λόγο συνέχεια, μέχρι να είσαι πασόκος και να κάνεις πράγματα αντίστοιχα (ο μη γένοιτο). Ένας Έλληνας δεν κάνει απαραιτήτως ελληνιές, αλλά ένας που κάνει ελληνιές είναι πολύ πιθανόν να είναι Έλληνας.

Από το πρόταγκον τελεία τζιάρ (για αλίευση λημμάτωνε καλό είναι, αλλά μέχρι εκεί, μακριά κι αγαπημένοι).

«Ειλικρινά δεν έχω να σχολιάσω κάτι σε αυτό που μου έγραψε αυτός ο κάποιος, αλλά να σταθώ στην ουσία του. Αυτή, λοιπόν, η συμπεριφορά είναι η αποκαλούμενη από εμένα ως «ελληνιά». Είναι η στάση ζωής που δεν αφήνει κάποιον να δει ότι απέτυχε ή ότι δεν τα κατάφερε, αλλά μπορεί να κατηγορεί άλλους ως υπαίτιους, να θυμίζει αποτυχίες άλλων ή να θίγει και προσωπικά κάποιους, επικαλούμενος κάποιες δήθεν προτιμήσεις τους, ως ένα σκληρό δείγμα κοινωνικού ρατσισμού.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα του Διαδικτύου, ιδίως σε φόρα και κοινωνικά μήντια. Συνδυασμός των τρολάρω και λολάρω, λέγεται για ένα τρολ που ασκεί την δραστηριότητα της τρολιάς γελώντας χαιρέκακα με τα καμώματά του ή προκαλώντας γέλιο και στους άλλους, στην περίπτωση που διαθέτει καλό χούμορ παρά την όποια κακοπροαίρετη και κακεντρεχή δράση του.

Πιο συνήθης από το ρήμα είναι το επιφώνημα τρολόλ με το οποίο κάποιος ταυτόχρονα λολάρει, αλλά και δηλώνει ότι θεωρεί τη λολαδερή παρέμβαση άλλου χρήστη ως προσιδιάζουσα σε τρολ. Όπως το ορίζει ευσύνοπτα το Urban Dictionary τρολόλ είναι να λολάρεις στο τρολάρισμα του άλλου. Αυτός που κάνει τρολόλ βέβαια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως συμπαθών προς το τρολ.

  1. ασε εμένα να τρολολάρω και συνεχισε να γραφεις στο νήμα σου (Εδώ)

  2. Απο την αλλη το βιντεο αν ειναι μουφα, ειναι τελεια φτιαγμενο. προφανώς και τρολολάρει ρε φυσικέ αν δεις και τα υπόλοιπα βίντεο του. (Εδώ)

  3. κάποιος τρολολάρει από το account μου :/ (Από το Τουίτερ).

(από Khan, 17/02/14)(από Khan, 03/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι ελιγμοί, όπως τα κορδελάκια που ελίσσονται, για να αποφύγουμε κάτι.

Πάσα (Δ.Π.): acg.

Είχαμε συμφωνήσει ότι θα αναλάβουμε από κοινού το πρότζεκτ, αλλά τώρα τελευταία όλο μου κάνει κορδελάκια. Με βλέπω να κάνω δουλειά για δύο τελικά.

(από GATZMAN, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published