Αλάτι και κυρίως στον πληθυντικό αλάτια, χρησιμοποιείται ως η πρέπουσα απάντηση σε ναιμεναλλάδες, τους οποίους δέον να διακόψουμε προτού να ολοκληρώσουν το δεύτερο σκέλος της φράσης τους που ξεκινάει με το αλλά (βλ. παραδείγματα για το σωστό τάιμινγκ). Πρόκειται δηλαδή για μια γείωση, όπως το καλάμια και παλούκια, που λέμε όταν ο άλλος μας λέει «καλά», το μπαμπάκια, όταν ο άλλος λέει «μπα» ή «μπαμπά», το μαμούνια για το «μαμά», το τυρί για το «τι;» κ.ο.κ., με την διαφορά ότι πρέπει με τσαμπουκά, ταχύτητα και αποφασιστικότητα να κόψουμε τον ναιμεναλλά προτού ολοκληρώσει.

  1. - Κοίτα, εγώ ρατσιστής δεν είμαι, αλλά...
    - Αλάτια!

  2. - Εντάξει τώρα, το ξέρω ότι οι χρυσαυγίτες είναι φασιστάκια, αλλά...
    - Αλάτια!

(από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Σύντμηση που δηλώνει τον νεοταξίτη, δηλαδή κάποιον που προωθεί τη Νέα Τάξη Πραγμάτων, είτε αυτή οριστεί με μια ευρεία πολιτική σημασία, είτε με μια πιο στενή συνωμοσιολογική. Η συντετμημένη εκδοχή χρησιμοποιείται αρκετά από αντι-νεοτάξ υπερασπιστές της ελληνικής ή της ελληνορθόδοξης ιδιαιτερότητας.

Δεν μου είναι σαφείς οι λόγοι της σύντμησης, και γιατί δεν γράφουν όλο το νεοταξίτες. Ίσως φαίνεται έτσι σαν ένα ξενόφερτο προϊόν που μας επιβάλλεται έξωθεν, ίσως για να μην ζηλεύουν οι νεοφιλελέ που τους έχουμε συντμήσει, ίσως γιατί το νεοταξίτες δεν φαίνεται αρκετά μειωτικό και χρειάζεται μια κάποια αργκοποίησή του με κάποιο τρόπο. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, η σύντμηση σε νεοτάξ να έχει προωθηθεί από τους ίδιους τους νεοταξίτες μέσω πρακτόρων τους μεταξύ των Ελ, ώστε να αποκρυβεί η πραγματική τους ταυτότητα.

  1. Tότε, όταν είδε ο Iούδας (εβραίος και όχι ΕΛλην, να μη ξεχνιόμαστε), που τον είχε προδώσει, ότι καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε κι επέστρεψε τα τριάντα κωσταντινάτα στους Νεοτάξ Ιλλουμινάτι και τους κουλτουριαραίους, 4 λέγοντας: Ρε σεις λίγα μου δώσατε. Ολόκληρο ΕμμανουΕΛ εξωγήινο ΕΛληνα σας έδωσα. Mα εκείνοι του είπαν: Kαι τι μας μέλει εμάς; Δικός σου λογαριασμός! (Από το Λιακούρειον Απόκρυφον Ευαγγέλιον που πρέπει να αναγνώσει κάθε υγιώς σκεπτόμενος Έλλην).

2. - Ποιός δεν γράφτηκε στην κλίκα των νεοτάξ;
Οι δηλώσεις εγγραφής, σήμερα, όποιος πρόλαβε, πρόλαβε.
- Εγώ, εγώ. Νεοτάξ κομμούνια δεχόσαστε, δε δεχόσαστε;
- Ναι και εγω κομμουνι ειμαι . Γραψε με και εμενα.

3. Ψευδο-αντιμιλιταριστική νεοτάξ προπαγάνδα του Homer Simpson

4. Ο συγγραφέας λέει πράγματα που δεν ενισχύουν τις θέσεις μας: τον απορρίπτουμε μετά βδελυγμίας. (Πρώτα επιχειρήματα: είναι νεοτάξ, βαλτός, φωταδιστής, μάλλον είναι Εβραίος –να το ψάξουμε- ίσως είναι κομμουνιστής, μπορεί να τον πληρώνει ο Σόρος/ οι Τούρκοι/ οι Σκοπιανοί/ οι Εβραίοι (Μοσάντ) να τα γράφει αυτά, ίσως η λέσχη Μπίλτερμπεεεκ.

(από Khan, 16/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η δεσποινίδα στα καλιαρντά, εκ του ηρακλιά= γυναίκα, κυρία και βιρτζίνω (που θυμίζει λατινογενείς λέξεις για την παρθενία εκ του virgo-virginis). To ηρακλιά, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο στο λήμμα μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά, δεν έχει σχέση με τον Ηρακλή, αλλά προέρχεται από την λέξη της ρομανί rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή.

...γιατί ένας κουρσικεμές φίλος του, του κουσκούσευσε ότι η ηρακλοβιρτζίνω του τον απατούσε με ένα κουμουνοτεκνό... (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο «στρατιώτης των μονάδων καταδρομών, γιατί ζει σαν παρτιζάνος (< ιταλικό partigiano)», κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Μπορούμε όμως, νομίζω, να φανταστούμε ότι μπορεί να λάβει και μια κάπως ευρύτερη σημασία για να δηλώσει κάθε σέξι τεκνό που υπηρετεί στα ένδοξα στρατά.

Είδα στον ονειροκρίτη του Καζαμία μα δεν έλεγε τίποτα για το συνδυασμό κουμπάρας, Σούλη, μπροστομούνας, στρινκάκι, πισινού και ραμολί. Και τώρα δε ξέρω τι στο διάλο ήτανε εκείνο το όνειρο.
Άμα όμως ξέρεις εσύ πες μου γιατί έχω την περιέργεια να μάθω.
Πάω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα παρτιζανότεκνο και δε θέλω να το στήσω. (Μαρινάκι Ζέας αποκατέ).

Πουστοαστεία ανάμεσα σε παρτιζανότεκνα πουτινιάρικα. (Μυδασίστ: Σφυρίζων) (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα τοξεύουν γκοντότεκνο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα χορεύουν γκεϊμπέκικο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο βρικόλακας. Λέγεται και για σκιαχτικούς ανθρώπους που τρομάζουν με την εμφάνισή τους. Και για όταν προβάλλονται καταστροφές που θα έρθουν, για να τρομάξει ο κόσμος, όπως όταν τρομάζουν τα μικρά παιδιά με τον βουρδούλακα για να φάνε το φαΐ τους.

  1. Κακογέρασε ο Θωμάς. Τον είδα τις προάλλες κι έχει γίνει σαν βουρδούλακας. Και δεν έχει περάσει καν τα εβδομήντα...

  2. Αυτήν την επιγραφή ότι όποιος καταστρέψει σήμα της τροχαίας θα πάει δυο χρόνια φυλακή τι μας την βάλανε σαν βουρδούλακα;

Ο βουρδούλακας του δημόσιου χρέους (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος τελικά δεν καταφέρνει να έχει συνέπειες, να ριζώσει, να κάνει κατάσταση, αλλά έρχεται και παρέρχεται. Όπως μια μπαλιά στο ποδόσφαιρο που περνάει και δεν βρίσκει τίποτα, ούτε δοκάρι ούτε γκολ.

  1. Τον διαφημίσανε ως μεγάλο σταρ από το ΝΒΑ, αλλά τελικά πέρασε και δεν ακούμπησε. Δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στην Ευρώπη.

  2. Κι εδώ που τα λέμε, και ως Υφυπουργός πέρασε και δεν ακούμπησε. Πώς να τον εμπιστευτείς μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυτραγουδισμένη μουνάρα στα ποδανά.

- Πηγαίνω στα εκάστοτε σούπερ-μάρκετ της Κέρκυρας, κι όταν βλέπω μία πολύ ωραία μεναγκό, μία πολύ ωραία κυρία ναραμού, τήνε βλέπω χαρισματικά, και τήνε βλέπω στα μέα και στα σέα και εμπλουτίζομαι και λέω «Η ζωή υπάρχει». Αφού υπάρχει Λακιώτης, υπάρχει και η μεναγκό. Αλλά ένα πράγμα θέλω να σας πω. Αν στη ζωή μας αποβάλουμε τον έρωτα, την ζωή, την τρυφερότητα...
- Τελειώσαμε!
- Τελειώσαμε από χέρι! (Ο θεούλης Λακιώτης μιλάει για τον άγιο Βαλεντίνο εδώ)

Στο 3.05 του έπους. (από Khan, 14/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνική τροπή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου) που εορτάζεται ως η ημέρα των ερωτευμένων. Η τροπή αυτή είναι αντίστοιχη της έκφρασης χρωστούγεννα αντί για Χριστούγεννα, δηλαδή θίγει το γεγονός ότι το καταναλωτικό σέστημα χρησιμοποιεί παρόμοιες γιορτές νέας κοπής για να γίνει τζίρος, να πουληθούν προϊόντα και να κινηθούν οι αγορές. Θύμα είναι ο απλός φακίρ φουκαράς καψούρης που πέφτει στη λούμπα να πιστέψει στον έρωτα που του σερβίρουν διαφημιστικώς και ξεπαραδιάζεται με αποτέλεσμα κυριολεκτικά να γδυθεί για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ετέρου ημίσεος και της καπιταλιστικής μετανεωτερικής προστακτικής «Ερωτεύσου!». Ή απλώς μπορεί να είναι και τα μπακούρια που λένε όλα τα παραπάνω από ζήλεια.

1. πιστευω οτι πρεπει να μετονομασουμε την ημερα σε Αγιου Βαλεγδυνου…. Μα 50 € για ενα μπουκετο λουλουδια….

2. Ο αγιος βαλεγδυνος χτυπησε κι αποψε την πορτα. Ποτε μου δε τρελαθηκα με αυτη τη μερα. Ειτε ημουν ερωτευμενη ειτε οχι. Σε διαφορες φασεις.Ισως επειδη...... το δωρο μου ξεχασες αγιε βασιλη.... μια αγκαλια.... 8α περιμενω του χρονου....

3. Ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβεται ποτέ τους
στα όρια της πείνας έφτασαν οι τιμές τους
Καλύτερα μπακούρι δεκάρα δεν αφήνω
μονάχος θα τη βγάλω μα τον άγιο Βαλεγδύνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπέλα που κλείνει τα ραντεβού σε κάθε είδους γραφεία. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον παράγοντα ή μεσάζοντα που «κλείνει» κάτι, μια συμφωνία, μία συνάντηση κ.τ.λ.

  1. - Βρήκε δουλειά η Άννα;
    - Της πρότεινε ένας ψυ να την πάρει για κλείστρα, αλλά με τόσα χρόνια σπουδές δεν της κάνει καρδιά.

  2. - Καλά οι καταδύσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα που δίνει το ξενοδοχείο;
    - Όχι, αλλά μου δώσανε το τηλέφωνο της κλείστρας κι έχω κάνει τα κονέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified