Αλλιώς το ψωλάρχιδο, δηλαδή το όλο σύμπλεγμα πέους και όρχεων που χρειάζεται μία ενιαία λέξη για να χαρακτηριστεί. (Έτσι είναι οι οικογένειες).

ME EMAS KANATE TO KATHIKON SAS. TORA OMWS EXETE GRAPSEI THN «ISTORIA» SAS (THN POIA;;) STA ARXIDOPSOLA SAS. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική του δεν κουνιέται πούστης, φύλλο, βάρκα κτλ. Δέν φυσάει απο πουθενά για να κουνηθούν τα παραπάνω. Τουλάχιστον τα φύλλα και οι βάρκες. οι πούστηδες είναι παντός καιρού.

- Τι έγινε ρε πούστη μου;;;; Δύο χρόνια έλλειψα απο το σλάνγκρ και γυρίζω και βρίσκω ερημιές, άλλοι έφυγαν οριστικά, άλλοι εξαφανίστηκαν, πούστη δεν είδα μέσα όλο το ΣΚ.
- Άσε φίλε δε φυσάει απο πουθενά...
- Έχω χάσει επεισόδια ε;

(από slangprof, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλαγή της έκφρασης μουνί της λάσπης και ενίοτε του βούρκου.

Χρησιμοποιείται περισσότερο με φιλικό παρά με προσβλητικό τρόπο π.χ. μεταξύ κολλητών. Η σημασία ίδια καθώς γη + βροχή = λάσπη, αλλα έχει αυτη την έξτρα μαγκιά. Έξτρα μπόνους η ομοιοκαταληξία.

- Γεια σας παίδες!
- Πού 'σαι ρε μουνί της γης και της βροχής!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυναμώνω.

Ίσως προέρχεται από το φυτό κάρδαμο, πλούσιο σε βιταμίνη C.

  1. Φάτε να καρδαμώσουτε.

  2. Εντάξει, καρδαμώσαμε, πάμε να συνεχίσουμε τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.

  1. Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.

  2. Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυσανασχετώ με κάποιον.

Η πιό συνηθισμένη έκφραση είναι κρατάω ρούτζα που σημαίνει κρατάω μούτρα.

  1. Γιατί μου κρατάς ρούτζα, σου έκανα τίποτα;

  2. Βγάλ' τη ρούτζα από τα μούτρα, δε μπορώ να σε βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».

Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.

-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)

-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...

-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας τύπος που είναι μυγιάγγιχτος και κλαψομούνης και γενικά φλώρος.

Μη μας φέρεις όμως και τον Δημήτρη στην παρέα, είναι πολύ μουνιόγκος και θα ψάχνουμε να βρούμε μέρος για να κάτσουμε δύο ώρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που έχει έξοδο στον στρατό και θα την χρησιμοποιήσει όπως πρέπει.

-...οπότε σήμερα είναι σεξοδούχος ο Μιχάλης!
-Όχι, εξοδούχος είναι! Σιγά μη γαμήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified