Ο γηπεδόβιος φίλαθλος που ασχολείται όλη την ώρα με τη μπάλα.

Μια ζωή αποδυτηριάκιας ήταν. Αποκλείεται να τον έβρισκες σπίτι την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.

  1. Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).

  2. Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).

  3. Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)

  4. Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
    Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
    Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρτσούμπαλος, ο χαχόλος, ο που κινείται και συμπεριφέρεται άκομψα, ο διαρκώς ζημιάρης (παληά γκραβαρίτικη ἐκφραση.)

- Πού πας ρε αλάνταβε;» (όταν κάποιος πάει αλλού για αλλού, ή, όταν τα παίρνει όλα σβάρνα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο συνήθης ίσως αναγραμματισμός λέξης που θα συναντήσει κανείς. Είναι αναγραμματισμός (αδόκιμα ανασυλλαβισμός) της λέξης κότα και έχει μεταφορική έννοια. Αφορά δηλαδή ανθρώπους που μασάνε να πάρουν μια απόφαση ή να να προβούν σε μια ενέργεια.

- [Την έπεσες/w στην [w=gkomena_4119]γκόμενα;
- Όχι ρε φίλε. Έκανα την τακό.
- Σα δε ντρέπεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική αναφορά στις ψήφους που οι ψηφοθήρες μαυρογιαλούροι διεκδικούν με άκομψες μέθοδες κι αθέμιτα καραγκιοζιλίκια.

1.
Όχι στις συμμαχίες για τα ψηφαλάκια (...) η ηγεσία του ΚΚΕ σημειώνει ότι όποια μορφή κι αν παίρνει η πολιτική συμμαχιών «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει το Κόμμα να απεμπολεί το πρόγραμμά του και να υιοθετεί ως δικό του πρόγραμμα το πλαίσιο συμφωνίας των κοινωνικών ή στην περίπτωση που είναι εφικτή των πολιτικών δυνάμεων».

2.
Εκλιπαρεί για ψηφαλάκια η Milf ~ «Νεκρή γλώσσα τα Αρχαία Ελληνικά» «Νεκρή γλώσσα» χαρακτήρισε τα Αρχαία Ελληνικά η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ διψασμένη για προβολή, Μαρία Ρεπούση, επισημαίνοντας ότι θα έπρεπε να είναι προαιρετικό μάθημα στο σχολείο για όσα παιδιά δεν επιλέξουν κλασικές σπουδές.

3.
Καταλαβαίνω πως ως πολιτικός ένα από τα καθήκοντα σας είναι και οι συλλογή «ψηφαλακίων» που θα έλεγε και ο Καφετζόπουλος στην ταινία «Πρώτη φορά νονός», αλλά υπάρχουν και όρια κύριε Πρωθυπουργέ. Ως άνθρωπος της πολιτικής επικοινωνίας καταλαβαίνω πως μία φωτό με κιπά δεν θα καθόταν καλά με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής που τόσο θέλετε να προσελκύστε τώρα που η οργάνωση αυτή καταρρέει. Αναρωτιέμαι όμως αν πράγματι η ΝΔ και εσείς προσωπικά θέλετε τέτοια άτομα στο κόμμα σας και αν πράγματι ο αριθμός αυτών των ψήφων αξίζει την δυσαρέσκεια των απανταχού Εβραίων, όταν μάλιστα όλοι οι άλλοι ηγέτες που επισκέφτηκαν αυτών τον ιερό χώρο κάλυψαν το κεφάλι τους.

(από σφυρίζων, 15/10/13)(από σφυρίζων, 15/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια κλικ πιο λούζερ από τον καλημεράκια εκεί έξω στην πραγματική ζωή, ο οποίος τουλάστιχον γνωρίζει το αντικείμενο της καλημέρας του, -ακόμη κι αν όχι με την ζητούμενη βιβλική έννοια-, και το συναναστρέφεται, είναι ο διαδικτυακός καλημεράκιας.

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Στο Facebook, ο θαυμαστής χρήστριας που της στέλνει κάθε πρωί καλημέρα με πιμί και την στοκάρει. Μπορεί για διάφορους λόγους (απόσταση, έλλειψη οικειότητας, χυλόπιτα) να μην είναι δυνατή η λάιβ συναναστροφή, οπότε συχνά παγιώνεται μία στάνταρ σχέση καλημεράκια και αντικειμένου του πόθου του (σπανιότερα και μεταξύ γυναίκας καλημεράκια και άντρα, μεταξύ γκέι, κρυπτογκέι, απλώς φίλων κ.ο.κ.). Ο τοιούτος καλημεράκιας συχνά γίνεται και καλησπεράκιας και νεο-καληνυχτάκιας.

  2. Στο Facebook, σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε φόρα, αυτός που ανοίγει μια μέρα με καλημέρες ακολουθούμενες συχνά από πολλά θαυμαστικά/ αποσιωπητικά. Σε ένα φόρουμ λ.χ., αυτό μπορεί να γίνει εντός ενός θρεντ που το παρακολουθεί λίγο πολύ το ίδιο γνωστό διαδικτυακώς παρεάκι. Στο Φέισμπουκ απλώς με αναρτήσεις στο πάλαι ποτέ ντουβάρι και νυν χρονολόγιο, που θα τις δουν όλοι. Ο καλημεράκιας συνήθως είναι κουλ τύπος, δεν ενοχλεί και κανέναν με αυτό που κάνει, μερικές φορές υπέρ το δέον ρομαντικός, και για αυτό άξιος καγχασμού. Ειδικά αν συνοδεύει την καλημέρα με ψυχανάλατα μήδια.

Γενικότερα, σε κενωνίες, όπως η ελληνική, όπου η ευγένεια θεωρείται αδυναμία, το να λες πολλές καλημέρες δίνει λαβή να σε θεωρήσουν για λούζερ, αφού δείχνεις ότι εσύ έχεις ανάγκη την παρέα των άλλων αντί για το αντίστροφο, ότι είσαι τύπος «παίξτε με κι εμένα» ή τύπα «οι άντρες με περνούν μαμά». Ασφαλώς, έπαιξαν τον ρόλο τους και οι πρακτικές διαδικτυακών καλημεράκηδων που μετέφεραν στο Φεϊσμπούκ τα κατορθώματα των ιν ρήαλ λάηφ καλημεροκαληνυχτάκηδων. Για τους παρόμοιους έχουν βγει και ορισμένες κανείς δεν γάμησε θυμοσοφίες νέας κοπής, όπως:

- Με καλημέρες κανείς δεν γάμησε
- Με like κανείς δεν γάμησε.
- Με «σε ευχαριστώ για την αποδοχή κούκλα» κανείς δεν γάμησε.
- Με πόουκ κανείς δεν γάμησε (σ.ς.: ακόμη κι αν ἐζμπρωξε).

Η μεγαλύτερη ξευτίλα βέβαια είναι όταν ο καλημεράκιας διαπομπεύεται από την καλή του δημοσίως, πράγμα που αποτελεί όχι σπάνια κατάληξη.

Πάσα: Vardar.

  1. Εγώ καλημερακιας δεν είμαι. Καλησπέρα. (Από φόρουμ).

  2. Πες όχι στα ναρκωτικά.Γίνε κι εσύ καλημεράκιας. Μπορείς!

  1. Τελικα θα γινω ο καλημερακιας του forum! Εχω 4/5 τις τελευταιες ημερες..... Καλημερα σε ολους λοιπον!!!! (Από φόρουμ).
  1. Μη μου αρχίσεις καλημερακια τα « καλό Σ/Κ» κ « τι ωραία που είναι Παρασκευή» γιατί έχω ήδη επιζήσει από σεισμό Θεσσαλονίκη κ η μπουκλα μαραζώνει από το ψιλόβροχο. (Χρήστρια του Φέισμπουκ διαλέγεται με τον καλημεράκια της εις επήκοον όλων).

  2. Ανέλαβα επικοινωνιακά τον «καλημερακια» κ από «παγκόσμια ειρήνη, όλα ροζ, όλα δεξιά» τον έκαμα άντρα πολλά βαρύ «μεραααα». (Χρήστρια του Φέισμπουκ δίνει στεγνά τον καλημεράκια της).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χημική ουσία που υπάρχει στον οργανισμό της γυναίκας με μεταβλητή συγκέντρωση. Είναι η ουσία που ρυθμίζει την δεκτικότητα της γυναίκας στο αντρικό φλερτ. Όταν πέφτουν τα επίπεδά της στο αίμα, συνήθως εμφανίζεται μια φίλη της και της κάνει την ενδοφλέβια ένεση κατευθείαν στην καρδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοιτητής σχολής Πολιτικών Μηχανικών.

...φλώροι, φλώροι, ΔΑΠίτες πρωτοπόροι, εδώ είναι μπετατζήδες, δεν είναι Fame Story...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επιεικείς δικαστές:

  • Με την καλή / ιστορικά ακριβή έννοια: όσοι αδέκαστοι δικαστές ξελασπώνουν εξόφθαλμα αθώα θύματα σκευωριών, αψηφώντας άνωθεν πιέσεις και συχνά βάζοντας το κεφάλι στον τορβά (βλ. παράδειγμα 1).
  • Με την κακή / κυνική έννοια: Όσοι δικαστές ξελασπώνουν εξόφθαλμα λαμόγια λόγω αναβλητικότητας ή / και ανικανότητας ή / και χρηματισμού (βλ. παραδείγματα 2,3).

    Κρεψινισμός εκ του ονόματος του αγωνιστή τση Επαναστάσεως και μετέπειτα δικαστικού Γεώργιου Τερτσέτη, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. Την απόφασή του αυτή πλήρωσε με απόλυση, φυλάκιση και άγρια κακοποίηση.

3.
Ελπίζω γρήγορα να τελειώσει για όλους μας αυτή η δύσκολη οικονομική περίοδος. Εγώ είμαι από τους αισιόδοξους που πιστεύουν ότι θα περάσει, οπότε νομίζω ότι θα γευτούμε όλοι μας και πρώτοι εσείς τα αγαθά που θα προκύψουν από τη νέα εποχή. Σας εύχομαι ακόμα μία φορά καλή δύναμη και Τερτσέτηδες να είστε και να αντιμετωπίσετε όλα τα δύσκολα (Καρόλος Παπούλιας)

2.
ΕΝ ΤΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΧΤΟΣ «ΤΕΡΤΣΕΤΗΔΕΣ» ΑΠΗΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΥΒΕΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ 1 ΕΚ $

3.
Την τιμητική τους έχουν οι συνήθεις «τερτσέτηδες», οι γενναίοι εισαγγελείς που διατηρούν στα συρτάρια τους τρία χρόνια υποθέσεις που στηρίζονται σε «πολιτικές καταγγελίες», χωρίς να περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία εμπλοκής των «κατηγορουμένων»

Γεώργιος Τερτσέτης (από σφυρίζων, 14/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published