Λέξη που παράχθηκε και χρησιμοποιείται (περισσότερο) από χαζά 14χρονα, που γράφουν το «τι κάνεις μωρό μου» κάπως έτσι: «t knc mwlo m;», και θέλουν να δηλώσουν ότι αστειεύονται, ότι κάνουν πλάκα δηλαδή.

- Ρε!
- Τι;
- Ρε έχασα την αγαπημένη σου μπλούζα, αυτή που μου δάνεισες...
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι;
- Χαχα έλα ρε πλακίζω! Ορίστε εδώ είναι, πάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία πολύ άσχημη γυναίκα η οποία προσπαθεί να φανεί σέξι στα μάτια του ανδρικού πληθυσμού.

- Πού πας μωρή χλαμούτσα;;;;έχεις κοιταχτεί στον καθρέπτη που μου θές και μαγιώ μπραζιλ;;;
- Εγώ δεν έχω ανάγκη.. έσυ να κοιτακτείς που είσαι σα μπάλα ποδοσφαίρου...
(ξεκατίνιασμα στο φβ κλασικά)

μια εικόνα όσο χίλιες λέξεις..... (από Ladysapia, 29/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή και μακάβρια απειλή - προειδοποίηση προς τον διαπράττοντα μια μαλακία, την ώρα που την διαπράττει: κόφ' το γιατί την γάμησες, υπάρχει και το προηγούμενο του (επινοημένου) μακαρίτη!

Ιδιαίτερα αποτελεσματικό προς τον μπάρμπα-Μπρίλιο που πάει να σου φάει την σειρά, τον ξερόλα που διακόπτει τον εαυτό του, το γκραν γκρινιόλ γκομενάκι που στα έχει κάνει τσουρέκια, κ.ταλ.

Εναλλακτική, πιο πάσιβ-αγκρέσιβ αλλά εξ ίσου ψαρωτίκ προσέγγιση: βλέπεις καμιά ταμπέλα που να γράφει «μαλάκας» στο μέτωπο μου;

- Με γράφεις εντελώς, ξέχασες πάλι την επέτειό μας, δεν σηκώνεις το καπάκι στην τουαλέτα, ξαπλώνεις στο κρεβάτι που μόλις έστρωσα γαϊδούρι, φέρεσαι ψυχρά στην μαμά μου, πάλι σαλιαρίζεις με το Λίλιαν;
- Πρόσεχε Λάουρα, κάτι τέτοια έλεγε και η μακαρίτισσα!

0:40 Στις 9 του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι.  (από GATZMAN, 29/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατροπαράδοτη ελληναράδικη μέθοδος κυνηγιού γατόσκυλων με κοπριτολιχουδιές μαριναρισμένες σε ένα κουλί εντομοκτόνων, ποντικοφάρμακου και τριμμένων γυαλιών, με πολλές σλανγκικές εφαρμογές.

Εδώ θα δjούμε δύο ακόμα:

  • H φόλα παρείσφρησε στο πολιτικό ντισκούρ με το παλιό αντιχουντικό σύνθημα για τον Δ. Ιωαννίδη «φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ». Έκτοτε πέρασε από πολλά κύματα και αυτονομήθηκε ως μπινελίκι με αποδέκτη πάντα κάποιο σκύλο.
  • Πιο σλανγκικά και λιγότερο ξύλινα, εκσφενδονίζεται και σκέτο ως επιφώνημα κακεντρέχειας ή κατάρας - π.χ. φόλα, πούστη!

Σ.ς. οι εξ ίσου φιλόζωοι με εμάς κινέζοι επίσης προσάπτουν σκυλίσιες ιδιότητες σε πολιτικούς αντιπάλους.

Πάσα από δουπού: malakia.

- Η Κοκκινιά γνωρίζει από προσφυγιά, φόλα στους φασίστες σε κάθε γειτονιά!
(εδώ)

- Φόλα στον Σκύλο του ΔΝΤ!!!
(εκεί)

- Φόλα στους σκύλους της Χρυσής Αυγής
(παραπέρα)

- Φόλα στο σκύλο τον Ραν Ταν Πλάν
(παραδίπλα)

- Φόλα στον σκύλο τον ΡΑΤΑΓΕΝΟΠ
(κατά ΔΕΗ μεριά)

- Αβραμοπουλε θα φας φολα.
(ici)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνένωση των προσταγών «άντε, φέρε», με ταυτόχρονη παράλειψη του τελικού «ε».

Η λέξις πλέον, με την κατάλληλη προφορά, αποπνέει μια γαλλοπρεπή esscence μεγαλοπρέπειας.

Προσφώνηση η οποία αντικαθιστά το όνομα του προσώπου, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.

Αυτός που όλοι τον στέλνουν να φέρει κάτι: ο groom του ξενοδοχείου.
Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βοηθός.

  1. Receptionist: - «Αντεφέρ», πετάξου στο περίπτερο να φέρεις την εφημερίδα του κυρίου Παπαρίδη!

  2. Άντε φέρε τα χρεωστικά απ' το bar γιατί έχω αναχωρήσεις, και μετά τις βαλίτσες της κυρίαςτου (1)69.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιότροπος, γκρινιάρης, μίζερος.

Σταμάτα να γκρινιάζεις ρε σκουντούφλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καημένος, κακομοίρης, καψερός.

Τι μπορώ να κάνω ο κουρούνης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχοποίητη λέξη που δείχνει ότι υποτίθεται ότι κάποιον παίρνουμε τηλέφωνο.

Η λέξη προέρχεται από τον Μητσικώστα, εκεί γύρω στο 2000, και έχει ενδιαφέρουσα ιστορία. Λοιπόν ο πρωθυπουργός Σημίτης είχε το παρατσούκλι ο Κινέζος, λόγω εμφάνισης. Κάποια φορά είχε ταξιδέψει στην Κίνα (ή στην Ιαπωνία δεν θυμάμαι), και για ένα διάστημα ο Μητσικώστας στην εκπομπή του τον έβαζε να κάνει ότι μιλάει Κινέζικα, λέγοντας κάτι σαν «Τόιονγκ τοϊοϊονγκ». Αυτό σιγά σιγά κατέληξε να σημαίνει ότι μιλάει Κινέζικα στο τηλέφωνο, και στο τέλος έγινε σλανγκ και σημαίνει απλά «παίρνω τηλέφωνο», ενώ τα τοϊοϊονγκ απλοποιήθηκαν σε «τόνjο τόνjο».

Αυτός δεν έχει να φοβάται από καμπάνες, έτσι και τολμήσει ο διοικητής να του ρίξει καμιά φυλάκιση, τόνιο τόνιο τόνιο θα πάρει τον θείο του και θα του τη σβήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση της ιαπωνικής λέξης arigatou (ありがとう) που σημαίνει «ευχαριστώ».

- Νίκο, σου έφερα τα τσιγάρα που μου ζήτησες.
- Χο! Σε αριγκατώ πολύ, να 'σαι καλά Νίκο-σαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκολία στην παραγωγή αποτελέσματος. Εμπνευσμένο από την γνωστή επιπλοκή της εγκυμοσύνης και λόγω της γειτνίασης των περιοχών, χρησιμοποιείται στην αργκό ως συνώνυμο της δυσκοιλιότητας, μετά από μεγάλο φαγοπότι, όπου αναμένεται μεγάλη παραγωγή σκατού, όμως αυτό αργεί να έρθει αρκετά μέσα στη διάρκεια της ημέρας.

- Πώς πάει ο μαραθώνιος της χέστρας μετά τα χτεσινά στα McDonalds;
- Έχω δυστοκία. Έκανα τσιγάρα, καφέδες, έφαγα για μεσημέρι
και απλά κλάνω κάθε 4 λεπτά. Λογικά τώρα κατεβαίνει το παιδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified