Η προσπέραση πολλών οχημάτων με μία κίνηση.

Μαλάκα ο Μπούστας την Κυριακή στις Σέρρες, έχασε τα φρένα της ένα στην εκκίνηση και έμεινε τελευταίος και μετά άρχισε τα σουβλάκια πριν τη 13 και στην ευθεία μέχρι να φτάσει τον Κοντομάρο. Τρεις τρεις τους περνούσε.

Ενα σουβλάκι ή σάντουιτς ή καλαμάκι με κρέας (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξόντωση (kill) 2 ή παραπάνω παικτών της αντίπαλης ομάδας με μόνο μία σφαίρα, σε παιχνίδια FPS (συνήθως στο Counter Strike). Τις περισσότερες φορές πετυχαίνεται με sniper όπλο.

Δεν μπορείς να πεις, γαμάτη βολή δεν έριξα με το sniper; Πήρα 2 παίκτες σουβλάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση πολλών πουλιών του παίκτη στο τάβλι (τουλάχιστον 4) σε μία θέση, χωρίς να υπάρχει ειδικός λόγος. Συνήθως ο όρος λέγεται στο πλακωτό. Γενικά το σουβλάκι δεν θεωρείται καλό, σε αντίθεση με την πόρτα που εμποδίζει τον αντίπαλο.

- Ρε μαλάκα κάνε καμιά πόρτα μπας και κερδίσεις, αντί να φτιάχνεις σουβλάκι!
- Ε ρε Μήτσο τι να κάνω; Με τέτοιες ζαριές που μου έρχονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνολική προσέγγιση των στοιχείων ενός κοινωνικού συνόλου με συγκεκριμένη σειρά (πόρτα πόρτα). Ο όρος προέρχεται από τη σταθερότητα θέσης που παρουσιάζουν οι μεζέδες (στοιχεία) που είναι καρφωμένοι στο καλαμάκι (συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο).

Τις προάλλες πέρασε ο εφοριακός από τη γειτονιά και τα πέρασε σουβλάκι τα μαγαζιά της περιοχής. Κανένα δεν άφησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Αθηναίοι λένε καλαμάκι.

Στην Αθήνα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Βορειοελλαδίτες λένε σάντουιτς.

Ήρθε προχτές ένας Αθηναίος στο μαγαζί και μου ζήτησε ένα καλαμάκι κι εγώ του έδωσα ένα καλαμάκι που πίνουμε. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ (και μετά γελάει ο μαλάκας με τη βλακεία που πέταξε, πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτο το προπολεμικό αστείο).

βάλε και κανέλα... (από MXΣ, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified