Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.

Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.

- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει μάλλον από το (μ)περ(γ)κέτι και σημαίνει μια χαρά, τζετ, τσόντα, καύλα, καλή φάση, τέφα(ρίκι) κτλ.

- Ναι, πήγαμε τελικά και περάσαμε μπέργκετ. Έπρεπε να 'ρθεις!

Βλ. και σχετικά λήμματα μπεργκέτης, μπερ(ε)κέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μλκ, mlk

Σύντμηση του μαλάκας, στον –online κυρίως– γραπτό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο ως φιλική προσφώνηση και με λατινικούς χαρακτήρες (greeklish) (mlk).

ασε ρε μλκ που της το ειπες αυτο lol!!!11

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.

Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.

(από Kilerakias, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρόμπας. Προκύπτει από τα τρόμπας + Ρόμπαξ (Flintheart Glomgold, Ducktales).

Λάκης: - Και μου είπε να βγούμε...
Σάκης: - Και τι της είπες;
Λάκης: - Ε, ότι είχα δουλειά...

Ο Λάκης είναι τρόμπαξ.

Ρόμπαξ (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.

Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...

βλ. και κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θηλυπρεπής, ο αδερφάτος, ο λούγκρας, η λουγκρητία.

Δεν καταλαβαίνω ρε φίλε, γιατί τα καλύτερα γκομενάκια τα τρώνε οι γυναικωτοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified