Κυριολεκτικά, δέρμα μοσχαριού ειδικά κατεργασμένου και κατάλληλου για την κατασκευή παπουτσιών.

Σε τρέχουσα χρήση, απαντάται αποκλειστικά σχεδόν στις φράσεις κάνω (κάποιον) τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι. Κάποιος γίνεται, ή τον κάνουν, τελατίνι από άγριο ξύλο ή από εξάντληση - και η εξάντληση μπορεί να προέρχεται από πείνα, από κούραση ή και από σεξ.

Πώς κολλάνε όλα αυτά με το μοσχάρι και το πετσί του; Την απάντηση δίνει η προέλευση της λέξης. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ιδρυμα Τριανταφυλλίδη ετυμολογούν - σωστά - το τελατίνι από την τούρκικη λέξη telâtin. Στα Τούρκικα, telâtin σημαίνει επίσης μικρό μοσχάρι και το δέρμα του μικρού μοσχαριού αλλά είναι δάνειο από τα Ρώσικα και αναφέρεται πιο συγκεκριμένα στο λεγόμενο «ρώσικο δέρμα» - ένα είδος δέρματος με το χαρακτηριστικό χρώμα του κόκκινου κεχριμπαριού που φημίζεται για το πόσο μαλακό είναι. Έτσι, το με κάνουν τελατίνι ή γίνομαι τελατίνι σημαίνει ότι έχω φάει τόσο ξύλο που το πετσί μου έχει μαλακώσει ή ότι έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που κοντεύω να λιώσω.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Το ρώσικο δέρμα έχει επίσης μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά που έχει περιγραφεί ως μείγμα βανίλιας και μαύρου τσαγιού. Το σαπούνι «Imperial Leather» λεγόταν αρχικά «Imperial Russian Leather».

- Τι έγινε ο Περικλής ... δεν φάνηκε απόψε ...
- Άσε, τον έπιασε η μέση του ... αλφάδι στο πάτωμα είναι από χτες ... ας όψεται η Λίλιαν ...
- Η Λίλιαν; Τι, η Λίλιαν; Ποια Λίλιαν; Όχι Η Λίλιαν ...
- Ναι, ναι, η Λίλιαν, όπως το είπες με το Η κεφαλαίο ... τούκατσε επιτέλους ... και, φυσικά, τον ξετίναξε ... τελατίνι τον έκανε ...
- Εμ, έτσι είναι ... τι τόθελε το αμαρτωλό ο πουρέιντζερ;

Το "π" δεν προφέρεται στα Ρώσικα (από Vrastaman, 08/11/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ταλατίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελέγχω. Κάνω κουμάντο. Φέρνω βόλτα. Όλα αυτά με μια σχετική δυσκολία διότι το άτομο, το ζώο, το μηχάνημα ή το εργαλείο που προσπαθώ να κοντρολάρω είναι απείθαρχο, ζαβό, απρόβλεπτο.

Έκφραση παλιά και καθιερωμένη. Προέρχεται από το Τούρκικο zaptetmek, zapt που σημαίνει ακριβώς «χαλιναγωγώ», καταλαμβάνω με τη βία αλλά και καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Από την ίδια ρίζα στα Τούρκικα είναι και το zaptiye που σημαίνει χωροφύλακας και που στα Ελληνικά έχει περάσει ως ο ζαπτιές ή ζαφτιγιές. Για την χρήση της λέξης «ζαπτιές» και περισσότερες πληροφορίες για την ετυμολογία της δες και το σχόλιο του halikoutis στο λήμμα μπασκίνας.

  1. Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.

  2. Απίστευτος τύπος. Κοντούλης, αδύνατος, με μια αλογοουρά και μια μεγάλου κυβισμού μηχανή, που πάντα αναρωτιόμουν πώς την κάνει ζάφτι. (Από το http://karavaki.pblogs.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπικά, εισιτήριο για το ματς με τιμή εξαιρετικά χαμηλή. Στην πράξη, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου.

Το φοράκι εδώ είναι υποκοριστικό του φόρου. Τα παλιότερα χρόνια, ο γηπεδούχος σύλλογος κρατούσε μερικά από τα εισιτήρια που εξέδιδε, απέδιδε στην Εφορία προκαταβολικά το νόμιμο φόρο -γύρω στο 10% τότε- και μετά τα εισιτήρια αυτά τα διένειμε δωρεάν σε φίλους και συγγενείς παικτών και παραγόντων, σε μαθητές και στους πρωτοεμφανιζόμενους στη δεκαετία του '60 συνδεσμίτες. Σπανιότατα κάποιος απ' αυτούς πλήρωνε στην ομάδα έστω και το αντίτιμο του φόρου, όπως τυπικά θα έπρεπε. Εννοείται ότι το φοράκι ήταν μεγάλη εύνοια και περιζήτητο πράγμα.

Τα φοράκια βαθμιαία αντικαταστάθηκαν από έναν συνδυασμό προσκλήσεων και φτηνών εισιτηρίων που οι οργανωμένοι οπαδοί παίρνουν χοντρικά μέσω των συνδέσμων. Η λέξη επιβιώνει οριακά.

  1. Tο ποδόσφαιρο, το λαοφιλέστερο των αθλημάτων, έχει φτάσει στο τέλμα επειδή μερικοί επιτήδειοι θέλουν να το κάνουν τσιφλίκι τους... Όμως αυτός που ουσιαστικά είναι ο χαμένος του παιχνιδιού είναι ο απλός πολίτης, ο ρομαντικός που είχε συνδέσει κάποτε την Κυριακή του με το γήπεδο, με το σάμαλι, το κορνέ, την πορτοκαλάδα στο πλαστικό μπουκάλι «μπόμπα», το φελιζόλ μαξιλαράκι, το περιβόητο και δυσεύρετο... φοράκι (σ.σ. για τους νεότερους οικονομικό εισιτήριο). (Από τον «Ριζοσπάστη», 31/01/2003)

  2. Αυτός ο Ολυμπιακός του 2006 ούτε με φοράκι δεν έχει θέση στην Ευρώπη. Ούτε με φοράκι σημαίνει ούτε δωρεάν δεν μπορεί να μπει στο πανηγύρι της Ευρώπης. Ουσιαστικά είναι δωρεάν το εισιτήριο όταν πληρώνεις μόνον τον φόρο, το φοράκι. (Από φόρουμ στο stadia.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα λέξη, κατά το ό,τι εμπεριέχει την αναίρεση της σημασίας της.

Γκαϊλές είναι το ζόρι, η αγωνία, η στενοχώρια, κάτι που το σκεφτόμαστε και μας στρεσάρει. Όπως λέει και ο ανάδοχος acg, είναι ο νταλκάς, το «θέμα». Αλλά η λέξη εννοεί ότι πρόκειται και για ένα θέμα που μας απασχολεί υπέρ του δέοντος και ως μη ώφειλε -είτε διότι είναι ασήμαντο είτε / και διότι δεν μας αφορά προσωπικά.

Συντακτικά, τον γκαϊλέ τον έχουμε, όπως έχουμε ένα πρόβλημα. (παρ.1). Ενίοτε τον «βάζουμε» -όπως βάζουμε και μπελά στο κεφάλι μας (παρ. 2). Αλλά, παραδοσιακά, τον γκαϊλέ τον τραβάμε -όπως και τον ναργιλέ (παρ. 3).

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο gaile -στα Τούρκικα, η λέξη σημαίνει επίσης στενοχώρια, σκοτούρα, βάρος και έννοια, αλλά σε ένα στρέιτ, χωρίς δηλαδή να αυτοαναιρείται. Εικάζω όμως ότι ο γκαϊλές είναι αντιδάνειο και το τούρκικο gaile προέρχεται από το ελληνικό καΐλα - αυτό που μας καίει. Λέμε τώρα.

Τον γκαϊλέ δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Χαϊλέ (Σελασιέ), τον Ρας Ταφάρι -αν και, και αυτό ακόμη το έχουν δει τα ματάκια μας (παρ.4).

  1. Καλά, ρε πστ, τι γκαϊλέ έχεις εσύ αν στην Ισλανδία ασκήσουν ή δεν ασκήσουν ποινική δίωξη κατά του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας; Χέστηκα με την παγκοσμιοποίηση -από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί δηλαδή;

  2. Αμάν, έλεος ... καινούργιο γκαϊλέ βάλαμε στο κεφάλι μας ... είναι δυνατόν εγώ τώρα να γυρνάω στους δρόμους και να κοιτάω τ' αποτέτοια των σκυλιών ... και τι με νοιάζει εμένα αν η αδερφή σου ψάχνει να βρει ίδια ράτσα να ζευγαρώσει τη Λίζα ... να μην της δημιουργηθούνε ψυχολογικά προβλήματα, λέει, άμα της το γαμήσει κάνας μπάσταρδος ... Εδώ για την κόρη της δεν τα κοίταγε αυτά ...

  3. Θ’κό τ’ ψουμί τρώει, ξένουν γκαϊλέ τραβά. (Νταρνάκικη παροιμία από το νομό Σερρών, λέγεται για κάποιον που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν).

  4. Προσωπικά δεν έχω κανένα γκαϊλέ (σελασιέ) στο να παραμείνει κρατικός ο λεγόμενος εθνικός πλούτος και δε συμμερίζομαι καθόλου την πρεμούρα όσων νιώθουν ότι απειλείται η λούφα τους. Στενοχωριέμαι όμως για το ότι η λογική των ιδιωτικοποιήσεων είναι ταμειακή και μόνο. (Από το koukourou.blogspot.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της στάνταρ σημασίας -η γάζα κλπ που προστατεύει ένα τραύμα, η λέξη επίδεσμος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να χαρακτηρίσει:

  1. Έναν φορτικό ερωτικό δεσμό, μια σχέση κλειστοφοβική όπου υπάρχει μια αρρωστημένη αλληλεξάρτηση. Μεγάλο κόλλημα.

  2. Τον έναν από τους δυο του ζευγαριού που έχει αυτού του είδους τη σχέση. Ενίοτε τη λέμε, μισοαστεία-μισοσοβαρά, και για τον σύντροφο μας. Μακριά από μας.

Ένας δεσμός γίνεται επίδεσμος ακριβώς όταν είναι μονίμως κολλημένος επάνω μας. Λευκοπλάστ και τα λοιπά.

Και ίσως να υπονοείται και ότι η σχέση αυτή είναι και μια προσπάθεια να σκεπαστεί ένα τραύμα. Τώρα, τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει ένα απλό τσιρότο είναι άλλη ιστορία.

  1. - Τι έγινε, θα πάμε Φολί κιέτσ' απόψε; - Ναι, μωρό μου... Και θα περάσει και η Δήμητρα πιο αργά να πει ένα γεια...
    - Έλεορ, ρε πστ!, όχι πάλι... και θα μας κουβαλήσει και τον επίδεσμο... τι του βρίσκει του μαλακοκαύλη, πολύ θά 'θελα να ξέρω... αλλά, τέτοια Γιαλόμα που 'ναι η δικιά σου τι περιμένεις...

  2. «Μου αρέσεις», είπες στην αρχή και τώρα, μετά από λίγο διάστημα, μου είσαι απαραίτητος. Παραδεχτείτε το. Ο δεσμός σας έγινε επίδεσμος, όπου και να πάτε θέλετε να τον κουβαλάτε μαζί σας. (Από περιοδικό της Vodafone)

  3. Η Ε. με την Π. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια «ζουν ένα δράμα». Τσακώνονται, χωρίζουν, σπάνε ο ένας τον άλλο στο ξύλο, τα ξαναβρίσκουν... και μετά ξανά από την αρχή. Είναι αυτό που λένε «αυτό δεν είναι δεσμός... είναι επίδεσμος». Και όμως αυτοί οι δύο είναι πολύ πολύ καλύτερα στην «αρρωστημένη» ρουτίνα τους από πολλούς φίλους και γνωστούς που έχω οι οποίοι αναζητούν μόνο τις υγιείς και ξεκάθαρα οριοθετημένες σχέσεις... (Από το http://provatos.blogspot.com)

  4. Όποιος εκεί έξω πιστεύει ότι δεν έχει φάει κέρατο ποτέ, είναι απλά γελοίος. Αφού δεν πιστεύω στην μονογαμικότητα, γιατί πονάω τόσο; Δεν θα έμενα αν δεν έκανα κι εγώ τα ίδια. Δεσμός - επίδεσμος θα μου πεις... Απ' την άλλη, έτσι ορίζεται η αγάπη; Με το να μην πηδάμε αλλού; Θα μου μάθει επιτέλους κάποιος να είμαι fuck-buddy; (Απορίες του Tristan από το http://reader.feedshow.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό pas à volonté - κατά κυριολεξία σημαίνει «όχι κατά θέλησιν», δηλαδή χωρίς επιλογή, υποχρεωτικά.

Όρος της πόκας. Έτσι λέγεται μια βαριάντα του δημοφιλέστατου παιχνιδιού «κούκος», και συγκεκριμένα ο κλασικός «κούκος μονός».

Για όσους δεν ξέρουν πόκα, οι κούκοι είναι μια μεγάλη οικογένεια παιχνιδιών με κοινό χαρακτηριστικό ότι ανοίγουν στο τραπέζι πέντε φύλλα κοινά για όλους τους παίκτες και ο κάθε παίκτης έχει στα χέρια του στο τέλος κλειστά δύο ή τρία δικά του χαρτιά. Στον μονό κούκο, ο παίκτης έχει δυο δικά του χαρτιά και είναι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσει και τα δυο για να κάνει συνδυασμούς με τα κάτω - δεν έχει δηλαδή την επιλογή να μην χρησιμοποιήσει ένα από τα χαρτιά του χεριού του, εξ ου και «κούκος παζ αβολοντέ», ή απλώς «κούκος παζ».

Υπάρχει, βέβαια, και ο διπλός κούκος. Στον διπλό κούκο, ο παίκτης καταλήγει με τρία χαρτιά στο χέρι - συνεπώς έχει δυνατότητα επιλογής αν θα χρησιμοποιήσει δύο ή τρία. Επειδή υπάρχει αυτή η επιλογή, ο διπλός κούκος λέγεται και «κούκος αβολοντέ» - à volonté για τους γαλλομαθείς.

Ο κούκος παζ αβολοντέ είναι πολύ παρόμοιος με το Αμερικάνικο hold 'em, παιχνίδι εξαιρετικά δημοφιλές τα τελευταία χρόνια κυρίως στα καζίνα και online. Η βασική διαφορά είναι ότι στο hold 'em ο παίκτης έχει και τα δυο φύλλα του από την αρχή ενώ στον μονό κούκο παίρνει το δεύτερο αφού ανοίξουν τρία κοινά φύλλα στο τραπέζι.

- Λοιπόν, μάγκες ... κούκος παζ αβολοντέ σε ένα ταμπλώ ... δύο από το χέρι υποχρεωτικά ... πενήντα το άνοιγμα και πεντακόσια πενήντα καπέλο ...
- Ίσα ρε, γαμαωδέρνουλα ... τι νομίζεις, θα μας φοβίσεις; Τ'αρχίδια θα μας κλάσεις ... - Άντε μωρή κυρία! ... άμα τόχεις, μπαίνεις ... κι άμα δεν τόχεις, τουμπεκί ...
- Δεμελέρε, Δημητράκη ... πώς την έχουνε δει αυτοί οι δυό... φαινόμαστε για μαλάκες; Πάσο, λοιπόν, εγώ και βγάλτε τα μάτια σας...

Η αμερικάνικη έκδοση του παζ αβολοντέ (από poniroskylo, 26/11/08)Ένας κούκος μόνος του (από poniroskylo, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας ο σωστός που δεν τον πιάνεις από πουθενά. Ο άνθρωπος της πιάτσας ο οποίος είναι τετραπέρατος και γατόνι και πιάνει πουλιά στον αέρα αλλά που είναι συγχρόνως και ντόμπρος και ξήγας και εντάξης.

Η προέλευση της λέξης είναι από τα Αλβανικά και συγκεκριμένα από το qift που σημαίνει γεράκι - αυτό λένε τα λεξικά. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας η λέξη τσίφτης χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά - είναι ένας τύπος μικρόσωμου γερακιού. Και οι λέξεις ξεφτέρι και σαΐνι σημαίνουν αρχικά γεράκι και μετέπειτα πήραν και τη σημασία του ξύπνιου ανθρώπου. Ο τσίφτης, βέβαια, έχει επιπλέον ότι είναι και τύπος μπεσαλής.

Η λέξη δεν προέρχεται από το τούρκικο çift που σημαίνει ζευγάρι. Ενδιαφέρον έχει αν υπάρχει σχέση με το επίσης τούρκικο çifιt που σημαίνει πονηρός, επιτήδειος αλλά και τσιφούτης.

Τσίφτης είναι προσδιορισμός πρωτίστως για άντρες και συχνότατα απαντάται στη φράση «μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής» - όπως είπε και ο acg όταν έκανε την παραγγελιά. Το τσίφτισσα είναι πιο σπάνιο. Η σημασία είναι πάνω-κάτω ή ίδια - γυναίκα μαγκιόρα, άξια και ξηγημένη που δεν κάνει χαζά καμώματα και γκομενιλίκια.

Στο ουδέτερο, το τσίφτικο, η λέξη μπορεί να πάρει και μια άλλη σημασία όταν αναφέρεται στην εμφάνιση. Τσίφτικο, λοιπόν, μπορεί να είναι κάτι σένιο, τσίλικο και τέφα. Τώρα πια η λέξη έτσι χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

Εκτός από τον μάγκα και το γεράκι, ο τσίφτης έχει και μια άλλη, ασυνήθιστη σημασία. Είναι μια μικρή λαβίδα, κάτι σαν πενσούλα, με στρογγυλεμένες τις άκρες. Έχω ακούσει τη λέξη να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά από ρολογά αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δουλεύει τον αντίχειρα και τον δείκτη πολύ επιδέξια σε κάποια ψιλοδουλειά.

  1. Ο σωστός αντρας, ο τσίφτης , ο καραμπουζουκλής, πρέπει να ξέρει απο μαστροδουλειές. Όλα και όλα , αν δεν αλλάζει -το λιγότερο- λάμπες, πίσω στην αντιπροσωπεία για αλλαγή! (Από φόρουμ)

  2. Ένα βράδυ στη Καστέλα
    σε μια όμορφη κοπέλα
    που 'παιρνε τ' απεριτίφ της
    ρίχτηκ' ένας τσίφτης
    απ' την Κοκκινιά (Από το Αχ βρε παλιομισοφόρια, Α. Σακελλάριος-Μ.Χατζιδάκις, πρώτη εκτέλεση Β. Αυλωνίτης)

  3. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι από ένα αγγλόφωνο βλόγιο(ν) (eugenia.gnomefiles.org) το οποίο τσιτάρει στο πρωτότυπο Ελληνικό το εξής απόφθεγμα του Νίκου Δήμου:

    “Ο τυπικός Ρωμιός είναι λεβέντης, μερακλής, τσίφτης, ασίκης, χουβαρντάς, ντόμπρος, μάγκας, βλάμης, μπεσαλής και καπάτσος. Καμιά φορά τεμπέλης, το ρίχνει στο χουζούρι και στο ραχάτι – μαχμουρλής, στο ντιβάνι, κοιτάει το ταβάνι. Του αρέσει ο παράς, το μπαξίσι, το κέφι και το γλέντι. Άμα τον πιάσει ο σεβντάς ή ο νταλγκάς για καμιά νταρντάνα, γίνεται νταής (μπελάς, ο γρουσούζης!) και άμα τον χτυπήσει ντέρτι και σεκλέτι, γίνεται μπεκρής και τον πονάει ο ντουνιάς.”

Και ο/η μπλόγκερ σχολιάζει:

To non-Greek readers: the interesting thing with his definition of “Greek person” is that the definition itself is written using 25 turkish, 3 albanian, 2 italian and 1 slavic nouns — words used a lot in the daily Greek language.«

  1. Άτσα! κουστουμιά ο ανάπηρος! Τσίφτικο, δικέ μου! Μπιτσιάνι είναι;

  2. Και που λες, πάμε στο Κινέζικο χτες και στο διπλανό τραπέζι είναι μια παρέα κι έχει κι ένα μωρό - ούτε ενός έτους δεν ήτανε. Και να δεις πώς έτρωγε το ρύζι - έβγαλε τον τσίφτη και τόπιανε σπυρί-σπυρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μοτοποδήλατο. Το μηχανάκι. Μικρού κυβισμού - 50 κ.ε. έως 125 κ.ε.. Άλλο στυλ από τη βέσπα και σαφώς μικρότερο από μια νορμάλ μοτοσυκλέτα. Πρόδρομος των παπιών. Κλασικές μάρκες μοτοσακό: Zundapp, Kreidler, Motobecane.

Λέξη των αρχών της δεκαετίας του '60, εκτός μόδας ήδη από τη δεκαετία του '80 και τώρα υπό εξαφάνιση. Ετυμολογείται από το Ιταλικό motosacco, όπου sacco=σάκκος - ίσως γιατί τα πρώτα μοτοποδήλατα είχαν σάκκους για ψώνια στο πλάι.

Ο πληθυντικός είναι τα μοτοσακό - το μοτοσακό, τα μοτοσακά είναι φάουλ εξίσου σοβαρό με το στυλό, τα στυλά.

Άλλα σχετικά λήμματα: πραπρά, πρι-πρι

- Πουθενά δεν είναι να πηγαίνεις την σήμερον ημέρα... παντού έχει τέντυ-μπόηδες με τα μοτοσακά...
- Μάλιστα, θείε... δίκο έχετε... (είσαι μπαρμπόιλ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified