Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.

Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;

Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.

- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...

Βλ. και βάφω τοίχους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύφτους αποκαλούν τους Παοκτζήδες οι οπαδοί του Άρη για να δείξουν ότι τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους και άξεστους. Ιστορικά στη Θεσσαλονίκη ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων και των λαϊκών στρωμάτων ενώ τον Άρη υποστήριζαν ντόπιοι και, σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη της πόλης.

Απαντάται και ο τύπος «ο γύφτος» - πάντα με άρθρο. Σημαίνει το σωματείο και την ομάδα του ΠΑΟΚ, π.χ. Πάλι με τον γύφτο κληρωθήκαμε στο κύπελλο. Χρησιμοποιείται όπως τα ανάλογα «ο γαύρος» και «ο βάζελος».

Ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αρειανοί είναι:

Είναι πουτάνα, είναι μεγάλη πουτάνα
του κάθε γύφτου η μάνα.

Και οι Παοκτζήδες συχνά απαντούν:

Έρχεται, έρχεται όλη η γυφτιά,
τις μάνες σας γαμάει οθωμανικά.

Η αναφορά στο οθωμανικό γαμήσι λαμβάνει υπόψη ότι οι Αρειανοί επίσης αποκαλούν τους Παοκτζήδες «τούρκους» και «μωαμεθανούς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω το κάτι παραπάνω, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια - κυρίως σε θέματα φιλοξενίας αλλά και, γενικότερα, για να περιποιηθώ ή να εξυπηρετήσω κάποιον.

- Φοβερά φιλόξενοι άνθρωποι τα συμπεθέρια. Επέμειναν να μην πάμε στο ξενοδοχείο και ξεβρακώθηκαν να μας περιποιηθούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι τα πράγματα θα φτάσουν σε τέτοια αποθέωση του παραλόγου, σε τετοιο απόλυτο αλαλούμ που και ο πιο κατεστραμμένος άνθρωπος δεν θ' αντέξει και θα σκάσει τουλάχιστον ένα χαμόγελο.

Εν Ελλάδι, την έκφραση τη χρησιμοποιούμε το πρωί στον μέλλοντα χρόνο π.χ. άμα γίνει και αυτό, θα γελάσει ο κάθε πικραμένος, και το βράδυ στον αόριστο π.χ. έγινε και αυτό σήμερα και γέλασε ο κάθε πικραμένος.

Η έκφραση είναι αρκετά παλιά. Συναντάται π.χ. στην ταινία «Ψευτοθόδωρος» του 1963 με τον Β. Αυλωνίτη.

- Καλά, μαλάκες, γελάτε εσείς ... θα γίνει καμιά πλάκα και θα κερδίσει η Καλομοίρα τη Γιουροβίζιον και θα γελάσει ο κάθε πικραμένος ... εντάξει, εντάξει, η Βίσση όχι - αλλά, οι άλλοι όλοι ...

Γέλασε και ο Παναγιώτης Πικραμμένος! (από Khan, 16/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευτυχής σύνθεση του γαλλικού tres joli = πολύ όμορφο και του τουρκικού αμάν = έλεος (αυτό δις, για να δείξει το μέγεθος του προβλήματος). Αν είναι απαραίτητη η μετάφραση - υπέροχα, κι ο Θεός βοηθός.

Ευρηματική αποκρυστάλλωση ενός περιρρέοντος τουρκομπαρόκ, σε πρώτο χρόνο η φράση χρησιμοποιείται για να θάψει κάτι (ρούχο, κόσμημα, γκάτζετ, σαλονάκι κλπ) στο οποίο ο ιδιοκτήτης προφανώς έχει επενδύσει πολλά αλλά το οποίο, τελικά, είναι κακόγουστο, δυσλειτουργικό και εν γένει μάπα.

Σε δεύτερο χρόνο, ένας έμπειρος χρήστης της φράσης μπορεί να την επικαλεσθεί και με διάθεση αυτοσαρκασμού όταν θέλει να δείξει ότι, ακόμη κι αν τα πράγματα φαίνονται νορμάλ, έχει φάει τέτοια απανωτά χαστούκια από τη μοίρα που, κυριολεκτικά, έχει λαλήσει και μιλάει γαλλικά σε ρυθμό αμανέ.

Κάτι για την εκφορά της φράσης. Την λέμε είτε με απολύτως άπταιστη γαλλική προφορά είτε, αν αυτό δεν είναι εφικτό, με την πιο βαριά Ελληνική που μπορούμε. Μέση λύση δεν χωράει.

  1. - Πώς σου φαίνεται το συνολάκι της Εύας, χρυσέ μου;
    - Ααα, τι να σου πω ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... και αν δε βάλουμε το λαμέ το γοβάκι στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου πού θα το βάλουμε;

  2. - Άλεκο μου ... πόσα χρόνια, ρε παιδάκι μου ... μια χαρά σε βλέπω ...
    - Κι από καλά, καλύτερα Κώστη μου ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... τρία στεντ και ζάχαρο εκατόν οχτακόσια ... ε, δεν είναι να το κάνουμε και θέμα τώρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα υπερεθνικιστικών απόψεων, μάλλον νεαρά σε ηλικία. Προσδίδεται τακτικά σε Χρυσαυγίτες και νεοναζί, αλλά όχι μόνον.

Ο όρος εμφανίσθηκε στη δεκαετία του '90 και παραμένει σε χρήση.

  1. Anyway, αν εξαιρέσουμε και κάτι τρελαμένα εθνίκια που χειροκροτούσαν σε κάθε δυνατή στιγμή, ήταν πολύ καλογυρισμένο. Αλλά φτωχό από άποψη πραγματικής ιστορίας και σπαρτιάτικης φιλοσοφίας... (Κριτική της ταινίας '300' από φόρουμ της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Νομικής)

  2. Εθνίκια κουφάλες, έρχονται κρεμάλες (Σύνθημα αναρχικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύπνιος, ανοιχτομάτης, παμπόνηρος, μεγάλη αλεπού.

Προέρχεται από το Ιταλικό furbo - που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τη λέξη υιοθέτησαν οι Έλληνες φοιτητές και στην κυριολεξία της αλλά, κυρίως, ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για κάποιον που, ανεπιτυχώς, προσπαθεί να τα παίξει μάγκας και να εκμεταλλευθεί τους άλλους. Δηλαδή, για κάποιον που δεν είναι πονηρός αλλά κουτοπόνηρος.

  1. - Ο Μπερλουσκόνι, αγόρι μου, είναι μεγάλος φούρμπος. Όχι μόνο δεν τον κάτσανε στο σκαμνί αλλά να δεις που θα τις πάρει πάλι τις εκλογές.

  2. - Κάτσε ρε φούρμπο ... Πάσχα έφυγες, πήγες να ψήσεις στο χωριό ... της Παναγίας τό 'κανες πενθήμερο γιατί γιορτάζει η γυναίκα σου ... τώρα θες να φύγεις κι όλα τα Χριστούγεννα γιατί έχει προσφορά ο Μάνος για Μπάλι ... κι εμείς πότε θα πάρουμε άδεια, δηλαδή; Του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Φούρμπο ... α, φούρμπο ... ντροπή ρε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified