Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια arcade της δεκαετίας του '80 - Pacman κλπ. Η λέξη προέρχεται από τους ήχους που έκαναν οι μηχανές. Κατά συνεκδοχή, τα στέκια με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά είχαν απ' έξω μια φωτεινή επιγραφή με τη λέξη GAMES - που διάφοροι γονείς πρόφεραν "Γκάμες".

Πιο πρόσφατα, η λέξη μπιμπλίκια χρησιμοποιείται για διαφόρων ειδών gadgets.

- Πάλι δεν πήγες Αγγλικά, Κυριάκο; Πάλι στα μπιμπλίκια ήσανε;
- Όχι, ρε μάνα, ποια μπιμπλίκια;
- Αφού σε είδε η κυρά Ευπραξία να βγαίνεις από τις γκάμες, κακόχρονο νάχεις, λες και ψέματα ...

Εθιστικά και εξαγριωτικά. (από Galadriel, 26/10/11)(από gizaha, 02/10/14)

Βλ. και ουφάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερμάτωση πάνω στα μπούτια. Λέγεται και μπατανάς, χωρίς -ν. Η αρχική σημασία είναι επίχρισμα και είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν νορμάλ οι μπογιατζήδες. Το αστάρωμα, ας πούμε, γίνεται με μπατανόβουρτσα.

Μπατανάδες υπάρχουν πολλών ειδών:

  1. Ο κλασικός. Ο άνδρας βγαίνει λίγο πριν τελειώσει, δουλεύει πινέλο και χύνει στα μπούτια.
  2. Ο πρόωρος. Δεν προλαβαίνει καν να μπει και τού 'χει φύγει.
  3. Ο εκνευριστικός. Προκύπτει διότι η γνωστή μυξοπαρθένα αρνείται να ανοίξει τα μπούτια.
  4. Ο γκέι. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως πλακοπούτσι.

Υπάρχει και το εξής τετράστιχο:

(Insert name) άνοιξε τα μπούτια
και κλειστά μην τα κρατάς,
και κλειστά μην τα κρατάααας,
να μη γίνει μπατανάς.

Το τραγουδά (κατά προτίμηση από μέσα του) είτε αυτός που προσπαθεί να γαμήσει ή αυτός που παίρνει μάτι.

(από joe909, 16/07/11)(από Gambertais, 12/02/12)(από Gambertais, 13/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, εμφανισιακά, δεν κάνει για την τηλεόραση. Αλλά, βέβαια, βγαίνει στην τηλεόραση ή θέλει πάρα πολύ να βγει (γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε). Αναφέρεται για τηλεοπτικούς παρουσιαστές - στην Ελλάδα ζεις - πολιτικά πρόσωπα, πάσης φύσεως μαϊντανούς και τη μεγάλη πλειονότητα των νεαρών/νεανίδων που συχνάζουν στις σχολές/εργαστήρια δημοσιογραφίας και Μου-Μου-Ε.

Κάποιες φορές το άτομο για το οποίο γίνεται το σχόλιο όχι μόνον απωθεί φατσικά αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει και δυο λέξεις. Συνεπώς, καλόν θα ήτο να αποφεύγει κάθε επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα (δηλαδή και με το ραδιόφωνο). Στις περιπτώσεις αυτές, η πλήρης έκφραση είναι: «φάτσα για ραδιόφωνο και φωνή για εφημερίδα».

- Καλά ρε μαλάκα, πού τους βρίσκουν; Φάτσα για ραδιόφωνο, μου' χει σπάσει τα νεύρα. Πιάσε το ΤV-σβηστρόλ.

Άρης Ποστοσάλτε (από Vrastaman, 18/01/11)Η pas pal pas mal Σία Κοσιώνη (από Vrastaman, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.

- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποια ήταν η Φατμέ και γιατί στο Γενί Τζαμί, ουδείς γνωρίζει. Αλλά, προφανώς, η εν λόγω κυρία συχνότατα έκανε τα κακά της στο συγκεκριμένο τέμενος διότι η έκφραση σημαίνει «έλα μωρέ τώρα, δεν έγινε και τίποτε, δε χάλασε ο κόσμος και στο φινάλε στα τέτοια μας, φιλάρα».

Απαντάται σπανιότερα και ως: «χέστηκε η Φατμέ στο Γκιουλ Μπαχτσέ».

Συνώνυμο είναι και: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».

- Τά 'μαθες; Η κυρία Κωλομεροπούλου φεύγει. 30% αύξηση + πέντε χιλιάρικα μπόνους της έδωσαν οι άλλοι.
- Ε, και; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί.

Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Γενί Τζαμί) (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορδή εξαιρετικά βρωμερή αλλά απολύτως αθόρυβη - το πολύ-πολύ ένα πφφττ.

Μεταφορικά, άνθρωπος ήσυχος άλλα ύποπτος.

- Πω πω μπόχα. Ποιος τ' άφησε το γιουσούφι ρε;
- Άσε μεγάλε ... πρωτοκλαστής πρωτομυριστής ...

Μαύρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)Άσπρο γιουσούφι (από poniroskylo, 15/06/09)

Βλ. και πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.

  1. "You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)

  2. "Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)

  3. Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερρεαλιστικό τοπωνύμιο. Απαντά στην ερώτηση «πού πήγε;» όταν, βασικά, απάντηση δεν υπάρχει ή αγνοείται. Το Ταμτούμ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο Τιμπουκτού και του Διαόλου τη Μάνα, δηλαδή πολύ μακριά. Ελέγχεται βάσιμα κατά πόσον στο Ταμτούμ μπορεί κανείς όντως να προμηθευθεί αλεπουτόμαρα αλλά ακόμη και αν τα βρει τα αλεπουτόμαρα στις μέρες μας είναι μάλλον αμφιβόλου χρησιμότητος - δηλαδή, το όλο ταξίδι μάλλον θα αποβεί μάταιο και μεγάλη ταλαιπωρία.

Ως κάπως πιο προσγειωμένη εκδοχή λέγεται και το στο ΤαμΤούμ για μαϊμούδες.

- Καλά, πού χάθηκε πάλι ο Δημητράκης; Εδώ ήταν πριν ένα λεπτό. Πού πήγε;
- Στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα ... Πού θες να ξέρω και τι με νοιάζει κιόλας; Άει παράτα μας ...

Στα 4.00 η ατάκα. (από Hank, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουτάω το ψωμάκι μου.

- Μη την πάρεις τη σαλάτα, γκαρσόν. Έχει μείνει λίγο λαδάκι να ζουμίξουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.

Ρήμα: τακιμιάζω.

  1. Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.

  2. Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified