Ο μάγκας ο σωστός που δεν τον πιάνεις από πουθενά. Ο άνθρωπος της πιάτσας ο οποίος είναι τετραπέρατος και γατόνι και πιάνει πουλιά στον αέρα αλλά που είναι συγχρόνως και ντόμπρος και ξήγας και εντάξης.

Η προέλευση της λέξης είναι από τα Αλβανικά και συγκεκριμένα από το qift που σημαίνει γεράκι - αυτό λένε τα λεξικά. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας η λέξη τσίφτης χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά - είναι ένας τύπος μικρόσωμου γερακιού. Και οι λέξεις ξεφτέρι και σαΐνι σημαίνουν αρχικά γεράκι και μετέπειτα πήραν και τη σημασία του ξύπνιου ανθρώπου. Ο τσίφτης, βέβαια, έχει επιπλέον ότι είναι και τύπος μπεσαλής.

Η λέξη δεν προέρχεται από το τούρκικο çift που σημαίνει ζευγάρι. Ενδιαφέρον έχει αν υπάρχει σχέση με το επίσης τούρκικο çifιt που σημαίνει πονηρός, επιτήδειος αλλά και τσιφούτης.

Τσίφτης είναι προσδιορισμός πρωτίστως για άντρες και συχνότατα απαντάται στη φράση «μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής» - όπως είπε και ο acg όταν έκανε την παραγγελιά. Το τσίφτισσα είναι πιο σπάνιο. Η σημασία είναι πάνω-κάτω ή ίδια - γυναίκα μαγκιόρα, άξια και ξηγημένη που δεν κάνει χαζά καμώματα και γκομενιλίκια.

Στο ουδέτερο, το τσίφτικο, η λέξη μπορεί να πάρει και μια άλλη σημασία όταν αναφέρεται στην εμφάνιση. Τσίφτικο, λοιπόν, μπορεί να είναι κάτι σένιο, τσίλικο και τέφα. Τώρα πια η λέξη έτσι χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

Εκτός από τον μάγκα και το γεράκι, ο τσίφτης έχει και μια άλλη, ασυνήθιστη σημασία. Είναι μια μικρή λαβίδα, κάτι σαν πενσούλα, με στρογγυλεμένες τις άκρες. Έχω ακούσει τη λέξη να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά από ρολογά αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δουλεύει τον αντίχειρα και τον δείκτη πολύ επιδέξια σε κάποια ψιλοδουλειά.

  1. Ο σωστός αντρας, ο τσίφτης , ο καραμπουζουκλής, πρέπει να ξέρει απο μαστροδουλειές. Όλα και όλα , αν δεν αλλάζει -το λιγότερο- λάμπες, πίσω στην αντιπροσωπεία για αλλαγή! (Από φόρουμ)

  2. Ένα βράδυ στη Καστέλα
    σε μια όμορφη κοπέλα
    που 'παιρνε τ' απεριτίφ της
    ρίχτηκ' ένας τσίφτης
    απ' την Κοκκινιά (Από το Αχ βρε παλιομισοφόρια, Α. Σακελλάριος-Μ.Χατζιδάκις, πρώτη εκτέλεση Β. Αυλωνίτης)

  3. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι από ένα αγγλόφωνο βλόγιο(ν) (eugenia.gnomefiles.org) το οποίο τσιτάρει στο πρωτότυπο Ελληνικό το εξής απόφθεγμα του Νίκου Δήμου:

    “Ο τυπικός Ρωμιός είναι λεβέντης, μερακλής, τσίφτης, ασίκης, χουβαρντάς, ντόμπρος, μάγκας, βλάμης, μπεσαλής και καπάτσος. Καμιά φορά τεμπέλης, το ρίχνει στο χουζούρι και στο ραχάτι – μαχμουρλής, στο ντιβάνι, κοιτάει το ταβάνι. Του αρέσει ο παράς, το μπαξίσι, το κέφι και το γλέντι. Άμα τον πιάσει ο σεβντάς ή ο νταλγκάς για καμιά νταρντάνα, γίνεται νταής (μπελάς, ο γρουσούζης!) και άμα τον χτυπήσει ντέρτι και σεκλέτι, γίνεται μπεκρής και τον πονάει ο ντουνιάς.”

Και ο/η μπλόγκερ σχολιάζει:

To non-Greek readers: the interesting thing with his definition of “Greek person” is that the definition itself is written using 25 turkish, 3 albanian, 2 italian and 1 slavic nouns — words used a lot in the daily Greek language.«

  1. Άτσα! κουστουμιά ο ανάπηρος! Τσίφτικο, δικέ μου! Μπιτσιάνι είναι;

  2. Και που λες, πάμε στο Κινέζικο χτες και στο διπλανό τραπέζι είναι μια παρέα κι έχει κι ένα μωρό - ούτε ενός έτους δεν ήτανε. Και να δεις πώς έτρωγε το ρύζι - έβγαλε τον τσίφτη και τόπιανε σπυρί-σπυρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήρια έκφραση που παίρνει διαφορετικές σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα και την κατάσταση.

  1. Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση. Διότι, τσολιάς στο υποβρύχιο; Βασικά, ούτε να σταθεί όρθιος μπορεί.

  2. Προέκταση, και συγχρόνως ανατροπή, της σημασίας του τσολιά που θα βρείτε εδώ. Δηλαδή, κοπέλα που έχει μεν ευθυτενή και καλλίγραμη κορμοστασιά, αλλά που δεν είναι 1.80 μ - αντιθέτως, είναι ένα κι ένα μίλκο προφανώς για να χωράει εύκολα στο υποβρύχιο. Δες επίσης: πινεζοπούτανο, κοντοπούτανο.

  3. Και λεβέντισσα και εξπέρ στις καταδύσεις. Δηλαδή, στα τσιμπούκια πρώτη και καλύτερη. Το ύψος εδώ δεν έχει σημασία. Μπορεί να λεχθεί και για άνδρες οι οποίοι την ξεφλουδίζουν την μπανάνα.

  1. - Καλά, γιατρός άνθρωπος και σού 'δωσαν ειδικότητα αποθηκάριος;
    - Μην την ψάχνεις. Πάλι καλά που δεν με στείλαν τσολιά στα υποβρύχια.

  2. - Ένα σαράντα με σηκωμένα χέρια η Μαιρούλα, αλλά εδώ πατάει και κει βρίσκεται ... κι από βυζί δεν με χαλάει ... τσολιάς στα υποβρύχια ...

  3. - Καλά ρε μαλάκα, τι τσιμπούκια κάνει η δικιά σου ... με ξεζούμισε ...
    - Καλά, δεν το ξέρεις ... αυτή έχει υπηρετήσει τσολιάς στα υποβρύχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόκρυψη του ονόματος και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης ενός η περισσοτέρων παραληπτών e-mail από τους άλλους αποδέκτες του ιδίου μηνύματος.

Υβριδική λέξη (τυφλο- + το engreek κόπι). Όρος αδόκιμος προς το παρόν αλλά ευρηματικός. Aποδίδει πιστότερα το αγγλικό πρωτότυπο blind carbon copy (bcc) απ' ό,τι το Ιδιαίτερη Κοινοποίηση (Ιδιαιτ. Κοιν.) που είναι η επίσημη επιλογή της Microsoft στην Ελλάδα και το αφανές αντίγραφο που μια εποχή είχε υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κλίνεται όπως το γλεντοκόπι, το Νευροκόπι και το μυλοκόπι.

- Εντάξει, με φώναζει μέσα η μπιτσάρα και μου λέει «Τι ξέρεις για το θέμα με τις φωτογραφίες που διακινούσε ο κύριος Σκορδομπούτσογλου» και λέω κι εγώ «Κυρία Χατζηκωλάρα μου, δεν ξέρω τίποτα, μα το Θεό» και μου λέει «Εσύ δεν πήρες τίποτα, δηλαδή;» «Όχι» λέω «τίποτα δεν πήρα, να μη σώσω». Και κάνει μια έτσι και βγάζει το μέιλ με τα ξεψώλια που είχε στείλει ο Σκορδομπούτσογλου χτες και μένω μαλάκας διότι, βέβαια, μ' έχει μαζί με όλους τους άλλους ως παραλήπτη. Διότι, σε ενημερώνω, είναι e-tard το άτομο και αντί να μας κάνει τυφλοκόπι μας έβαλε όλους φόρα παρτίδα κοινοποίηση και άντε τώρα βγάλε άκρη στο πειθαρχικό γαμώ τον Γκέιτς μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, εμφανισιακά, δεν κάνει για την τηλεόραση. Αλλά, βέβαια, βγαίνει στην τηλεόραση ή θέλει πάρα πολύ να βγει (γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε). Αναφέρεται για τηλεοπτικούς παρουσιαστές - στην Ελλάδα ζεις - πολιτικά πρόσωπα, πάσης φύσεως μαϊντανούς και τη μεγάλη πλειονότητα των νεαρών/νεανίδων που συχνάζουν στις σχολές/εργαστήρια δημοσιογραφίας και Μου-Μου-Ε.

Κάποιες φορές το άτομο για το οποίο γίνεται το σχόλιο όχι μόνον απωθεί φατσικά αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει και δυο λέξεις. Συνεπώς, καλόν θα ήτο να αποφεύγει κάθε επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα (δηλαδή και με το ραδιόφωνο). Στις περιπτώσεις αυτές, η πλήρης έκφραση είναι: «φάτσα για ραδιόφωνο και φωνή για εφημερίδα».

- Καλά ρε μαλάκα, πού τους βρίσκουν; Φάτσα για ραδιόφωνο, μου' χει σπάσει τα νεύρα. Πιάσε το ΤV-σβηστρόλ.

Άρης Ποστοσάλτε (από Vrastaman, 18/01/11)Η pas pal pas mal Σία Κοσιώνη (από Vrastaman, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος. Χωρίς να είναι αδερφή, το ντύσιμο του έχει συνήθως κάτι το αδερφίστικο.

Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. Αλλά το είδος ευδοκιμεί και σήμερα.

Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος

- Δε λέω, ευγενής είναι, καλές σπουδές έχει αλλά για φλούφλη τον έχω κόψει, ρε παιδάκι μου ... Δε νομίζω ότι θα τα βγάλει πέρα ...

(από poniroskylo, 05/05/08)(από poniroskylo, 05/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φοιτητή. Παραπέμπει στο φυτό.

  1. Όλοι οι φοίτουλες πλακώνουν τους φραπέδες μήπως και τους έρθει η Θεία έμπνευση και περάσουν κανένα μάθημα, γιατί όλο το εξάμηνο το βγάζανε σε καφετέριες. (από το διαδίκτυο)

  2. Καθίστε ρε παιδιά, κάθε μέρα από εκεί περνάω και δεν έχω δει και τίποτα το αξιόλογο στο Πολυτεχνείο της Πατησίων. Ή εγώ είμαι στραβός και μου λένε ψέματα ότι βλέπω άψογα ή απλά υπάρχουν πολύ λίγες που είναι όμορφες. Αντιθέτως Ζωγράφου θα βρείς αρκετές κοπέλες που να σου αποσπάσουν τη προσοχή από τα μαθήματα (γιατί ως γνωστόν είμαστε και φοίτουλες). (από το forum στο polytexneio.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Τυπικά, εισιτήριο για το ματς με τιμή εξαιρετικά χαμηλή. Στην πράξη, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου.

Το φοράκι εδώ είναι υποκοριστικό του φόρου. Τα παλιότερα χρόνια, ο γηπεδούχος σύλλογος κρατούσε μερικά από τα εισιτήρια που εξέδιδε, απέδιδε στην Εφορία προκαταβολικά το νόμιμο φόρο -γύρω στο 10% τότε- και μετά τα εισιτήρια αυτά τα διένειμε δωρεάν σε φίλους και συγγενείς παικτών και παραγόντων, σε μαθητές και στους πρωτοεμφανιζόμενους στη δεκαετία του '60 συνδεσμίτες. Σπανιότατα κάποιος απ' αυτούς πλήρωνε στην ομάδα έστω και το αντίτιμο του φόρου, όπως τυπικά θα έπρεπε. Εννοείται ότι το φοράκι ήταν μεγάλη εύνοια και περιζήτητο πράγμα.

Τα φοράκια βαθμιαία αντικαταστάθηκαν από έναν συνδυασμό προσκλήσεων και φτηνών εισιτηρίων που οι οργανωμένοι οπαδοί παίρνουν χοντρικά μέσω των συνδέσμων. Η λέξη επιβιώνει οριακά.

  1. Tο ποδόσφαιρο, το λαοφιλέστερο των αθλημάτων, έχει φτάσει στο τέλμα επειδή μερικοί επιτήδειοι θέλουν να το κάνουν τσιφλίκι τους... Όμως αυτός που ουσιαστικά είναι ο χαμένος του παιχνιδιού είναι ο απλός πολίτης, ο ρομαντικός που είχε συνδέσει κάποτε την Κυριακή του με το γήπεδο, με το σάμαλι, το κορνέ, την πορτοκαλάδα στο πλαστικό μπουκάλι «μπόμπα», το φελιζόλ μαξιλαράκι, το περιβόητο και δυσεύρετο... φοράκι (σ.σ. για τους νεότερους οικονομικό εισιτήριο). (Από τον «Ριζοσπάστη», 31/01/2003)

  2. Αυτός ο Ολυμπιακός του 2006 ούτε με φοράκι δεν έχει θέση στην Ευρώπη. Ούτε με φοράκι σημαίνει ούτε δωρεάν δεν μπορεί να μπει στο πανηγύρι της Ευρώπης. Ουσιαστικά είναι δωρεάν το εισιτήριο όταν πληρώνεις μόνον τον φόρο, το φοράκι. (Από φόρουμ στο stadia.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύπνιος, ανοιχτομάτης, παμπόνηρος, μεγάλη αλεπού.

Προέρχεται από το Ιταλικό furbo - που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τη λέξη υιοθέτησαν οι Έλληνες φοιτητές και στην κυριολεξία της αλλά, κυρίως, ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για κάποιον που, ανεπιτυχώς, προσπαθεί να τα παίξει μάγκας και να εκμεταλλευθεί τους άλλους. Δηλαδή, για κάποιον που δεν είναι πονηρός αλλά κουτοπόνηρος.

  1. - Ο Μπερλουσκόνι, αγόρι μου, είναι μεγάλος φούρμπος. Όχι μόνο δεν τον κάτσανε στο σκαμνί αλλά να δεις που θα τις πάρει πάλι τις εκλογές.

  2. - Κάτσε ρε φούρμπο ... Πάσχα έφυγες, πήγες να ψήσεις στο χωριό ... της Παναγίας τό 'κανες πενθήμερο γιατί γιορτάζει η γυναίκα σου ... τώρα θες να φύγεις κι όλα τα Χριστούγεννα γιατί έχει προσφορά ο Μάνος για Μπάλι ... κι εμείς πότε θα πάρουμε άδεια, δηλαδή; Του Αγίου Πούτσου ανήμερα; Φούρμπο ... α, φούρμπο ... ντροπή ρε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό παιδικό παιχνιδάκι που αποτελείται από μια φτερωτή στηριγμένη σ' ένα ξυλάκι - περιστρέφεται με τον αέρα ή μ' ένα ελαφρύ φύσημα. (Παρ. 1)

Επίσης, η φτερωτή του πισιού - το fan. (Παρ. 2)

Βορειοελλαδίτικη λέξη. Στη Νότια Ελλάδα το φουρφούρι λέγεται μύλος, ανεμόμυλος ή ανεμιστήρας. (Παρ. 3)

Βορειοελλαδίτικη ακραιφνώς και η έκφραση θα σε κάνω φουρφούρι. Απειλή ή και υπόσχεση με σφιγμένα δόντια - σημαίνει θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και θα φας τέτοια ήττα που θα χάσεις τη μπάλα και θα βολοδέρνεις από δω κι από 'κει σαν το φουρφούρι στον άνεμο. (Παρ. 4) Κατά μία πιο ακραία εκδοχή, θα σου ρίξω τέτοιο γαμήσι απ' όλες τις τρύπες που θα μπάζεις αέρα. (Παρ. 5)

Μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία που έχει προταθεί εδώ λέει ότι το φουρφούρι προέρχεται από το λατινικό furfur, γεν. furfuris που σημαίνει πίτουρο. Στη Δυτική Μακεδονία, φουρφούρια λένε τα ξερά, λεπτά χόρτα που μοιάζουν με πίτουρα και χρησιμοποιούνται για προσάναμμα. Έχουνε δε και την έκφραση «η πίτα έγινε φουρφούρι» που σημαίνει ότι η πίτα ψήθηκε τόσο καλά που το πάνω φύλλο έγινε λεπτό και τραγανιστό και θρυμματίζεται σαν ξερό χόρτο.

  1. Στο εργαστήρι « Μύλος είναι και γυρίζει…» φτιάξαμε το παραδοσιακό παιχνίδι, τον μύλο (το φουρφούρι), και αφού φυσήξαμε δυνατά το παιχνίδι άρχισε!!! (από flickr.com)

  2. Το να χάνω ώρες από τη δουλιά μου γιατί στα καλά καθούμενα πέταξε ένα kernel panic επειδή ο USB controller είναι προβληματικός, είναι κόστος. Το να μου παίρνει τα αυτιά το φουρφούρι που προσπαθεί να ψύξει στις πλήρεις στροφές του, γιατί δεν υποστηρίζει throttling, είναι κόστος. (από http://www.thesmac.gr)

  3. (Από το γκρουπ του φατσοβιβλίου EIMASTE ATHINAIOI (MENOYME ATTIKH) KAI DEN TROME BOUGATSES)

Δεν λες τον ανεμιστήρα ''φουρφούρι'' .(Βy John Chondrogiannis). ΟΤΙ ΝΑ ΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ΟΜΩΣ..

  1. Σε βγάζει ο αλλος μονο με Μαϊστόροβιτς και αντι να μπεις μέσα να τον κάνεις φουρφούρι μου κάθεσαι και περιμένεις να βγάλεις χαμένη πάσα στον Ρεγκέιρο; ... (από www.metropolisradio.gr)

  2. (από συζήτηση σε φόρουμ στο http://www.giapraki.com)

    -Δηλαδή, αν «τιμωρηθεί» ο ηλεκτρολόγος, δεν θα ξανα-υπάρξει πρόβλημα; Δυστυχώς, δεν είναι το θέμα να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα για να ησυχάσουμε εμείς οι υπόλοιποι ...
    - Και πότε θα ησυχάσετε εσείς οι υπόλοιποι zante ; Όταν αλλάξει όλη η λειτουργία του Στρατού ; Μήπως όταν καταργηθεί η στρατιωτική θητεία;
    - Να ξαναγίνει 30 μήνες να γίνει ο κώλος σας φουρφούρι ... ντακότες......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published