Ο ιδιοκτήτης ενοικιαζομένων δωματίων στις τουριστικές περιοχές. Η κατ' εξοχήν μη παραγωγική απασχόληση και μία από τις βασικές αιτίες που οι διακοπές στην Ελλάδα έχουν γίνει και ακριβές και μάπα.

Εποχιακό επάγγελμα, σχεδόν εξ ορισμού, κι ένας ρεντρούμης που σέβεται τον εαυτό του δεν δουλεύει ποτέ στο διάστημα Οκτωβρίου–Απριλίου για τον ίδιο λόγο που κι ένας σκύλος γλείφει τ' αρχίδια του: γιατί μπορεί. Τόσα δωμάτια επί τόσα ευρώ την ημέρα, τόση πληρότητα επί τόσους μήνες –ο υπολογισμός είναι απλός και είναι πραγματικά παράξενο γιατί η Εφορεία δυσκολεύεται τόσο να τον κάνει.

Από το αγγλικό rooms to rent. Θηλυκό: η ρεντρούμισσα –κλίνεται κατά το χανούμισσα.

Συνώνυμο είναι ο ρουμλετάς.

— Και τι θα κάνεις, ρε μαλάκα, τώρα που θα απολύσουνε; Άρχισες να ψάχνεις για καμμιά δουλειά;
— Φίλε, τα ρολόγια και τα κορόιδα δουλεύουνε –ο Μητσάρας από δω και πέρα ποτέ ξανά... Μόλις μαγκώσω την αποζημίωση, θα φτιάξω το σπίτι που άφησε στην Λούλα στο χωριό η θειά της η Ευανθία και θα γίνω ρεντρούμης... Σωστός;

Ενοικιαζόμενα στην Αντίπαρο (από poniroskylo, 08/06/08)(από Vrastaman, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως, ένας θορυβώδης αλλά ευχάριστος χαβαλές - κέφι, γέλιο, φωνές κλπ. Μπορεί όμως και να σημαίνει μια ανεξέλεγκτη βαβούρα, μια οχλαγωγία μάλλον δυσάρεστη που μπορεί να φτάσει και σε καυγά. Κοινά στοιχεία και στις δυο περιπτώσεις, ο σαματάς και η αναστάτωση - και το γεγονός ότι ενώ γίνεται το έλα να δεις ουσία και αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

Σε ό,τι αφορά την ετυμολογία, ο Μπαμπινιώτης εσφαλμένα λέει ότι είναι λέξη ηχοποίητη (!!!). Στην πραγματικότητα, προέρχεται από το τούρκικο zelzele=σεισμός το οποίο με τη σειρά του έρχεται από το ομόηχο πέρσικο زلزله που επίσης σημαίνει σεισμός.

Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Δες και τζέρτζελος.

  1. - Όχι, πάλι Μπελ Αιρ, ρε πστ!. Όχι άλλο κάρβουνο!. - Ε, και πού να πάμε ...
    - Δε ξέρω ... πάμε σ' εκείνο στην αρχή της Κορομηλά ... πώς το λένε ... δε θυμάμαι ... που 'χαμε πάει με τον Τασούλη ...
    - Όχι σ' εκείνο ρε μαλάκα ... αρχιδόκαμπος σκέτος είναι ...
    - Ναι, ρε ούφο ... αλλά, τουλάχιστον, έχει τζερτζελέ ...

  2. Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε ... Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Ώχου χαβαλές, ώχου τζερτζελές. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυστήρια έκφραση που παίρνει διαφορετικές σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα και την κατάσταση.

  1. Ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση. Διότι, τσολιάς στο υποβρύχιο; Βασικά, ούτε να σταθεί όρθιος μπορεί.

  2. Προέκταση, και συγχρόνως ανατροπή, της σημασίας του τσολιά που θα βρείτε εδώ. Δηλαδή, κοπέλα που έχει μεν ευθυτενή και καλλίγραμη κορμοστασιά, αλλά που δεν είναι 1.80 μ - αντιθέτως, είναι ένα κι ένα μίλκο προφανώς για να χωράει εύκολα στο υποβρύχιο. Δες επίσης: πινεζοπούτανο, κοντοπούτανο.

  3. Και λεβέντισσα και εξπέρ στις καταδύσεις. Δηλαδή, στα τσιμπούκια πρώτη και καλύτερη. Το ύψος εδώ δεν έχει σημασία. Μπορεί να λεχθεί και για άνδρες οι οποίοι την ξεφλουδίζουν την μπανάνα.

  1. - Καλά, γιατρός άνθρωπος και σού 'δωσαν ειδικότητα αποθηκάριος;
    - Μην την ψάχνεις. Πάλι καλά που δεν με στείλαν τσολιά στα υποβρύχια.

  2. - Ένα σαράντα με σηκωμένα χέρια η Μαιρούλα, αλλά εδώ πατάει και κει βρίσκεται ... κι από βυζί δεν με χαλάει ... τσολιάς στα υποβρύχια ...

  3. - Καλά ρε μαλάκα, τι τσιμπούκια κάνει η δικιά σου ... με ξεζούμισε ...
    - Καλά, δεν το ξέρεις ... αυτή έχει υπηρετήσει τσολιάς στα υποβρύχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κραυγή απελπισίας μπροστά στη μαλακία που καταφανώς δέρνει τον συνομιλητή μας.

Έκφραση που ταιριάζει τέλεια όταν κάποιος επιμένει στη βλακεία που ξεφούρνισε, παρά το γεγονός ότι μπήκαμε στον κόπο να του εξηγήσουμε υπομονετικά ότι τα πράγματα μπορεί και να μην είναι ακριβώς έτσι που τα λέει. Ακάθεκτος επανέρχεται, κάνει τα νεύρα μας τσατάλια, εξαντλεί κάθε ίχνος της υπομονής μας - τι άλλο μένει να του πούμε πέραν του 'το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος';

Διευκρίνιση # 1: Είναι 'λίρα' και όχι 'λύρα', όπως γράφεται μερικές φορές. Με το 'λίρα' ψιλοβγαίνει νόημα, με το 'λύρα' ο σουρεαλισμός είναι too much.

Διευκρίνιση # 2: Ο εν λόγω μπογιατζής δεν είναι ελαιοχρωματιστής. Τόψαξα αυτό. Είναι βαφέας και συγκεκριμένα δουλεύει σε βαφείο ρούχων. Και ο κόπανος είναι το χοντρό ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα στο πλύσιμο. Αυτά παλιά, εννοείται.

Συγγενή λήμματα: απ' τα γκόλια μόλια, γεια σου παππού μου ξάδελφε, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,

- Ευανθία, εκείνο το οικόπεδο στον Μαρμαρά που έχουμε από τη γιαγιά σου, να βάλουμε μπρος να το πουλήσουμε ... μου έκαναν μια πρόταση να μπω συνεταίρος σε μια καινούργια επιχείρηση ... σίγουρα κέρδη ...
- Μα Θρασύβουλέ μου, είσαι σίγουρος; Εγώ βέβαια δεν ξέρω απ' αυτά, αλλά τα οικόπεδα στη Χαλκίδική δεν χάνουν την αξία τους ... και είναι καλή στιγμή τώρα να ανοιχτούμε, με την κρίση που υπάρχει παγκοσμίως στην οικονομία, που λέει κι η τηλεόραση; - Ευανθία, αυτό που είπα θα γίνει ... τα οικόπεδα είναι σκλαβωμένα λεφτά και για τους τολμηρούς οι κρίσεις είναι ευκαιρίες ... στη βράση κολλάει το σίδερο ... Καλά είπες, εσύ δεν ξέρεις ...
- Έγω ένα ξέρω, Θρασύβουλε ... το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος ... άει παράτα με ... εγώ δεν υπογράφω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πιο σουρεαλιστική έκδοση της κλασσικής πλέον έκφρασης: 'μασάει η κατσίκα ταραμά;'

Η απάντηση - πέραν του προφανούς 'είσαι μαλάκας' - είναι:

'Σπινιάρει ... και κάνει και τούμπες'

Άλλο συνώνυμο:

- Πατινάρει το σκουλήκι στο τζατζίκι;
- Πατινάρει ... και πετάει και πάγο ...

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έχουμε ζήσει όλοι. Η μοίρα το φέρνει και τύπος που υπό Κ.Σ. μας κάνει να αλλάζουμε πεζοδρόμιο για να τον αποφύγουμε, έρχεται και μας ζητάει να τον φιλοξενήσουμε για ένα βράδυ. Φυσικά, μένει το λιγότερο ένα Παρακευοσαββατοκύριακο και συνήθως έναν μήνα. Παρά τις τακτικές νύξεις μας ότι το σπίτι είναι μικρό και να μη σε κρατάμε άλλο, γενικώς βολεύεται μια χαρά στον καναπέ, εξοικειώνεται άριστα με το κομπιούτερ μας, γίνεται πάρα πολύ φίλος με το ουίσκι μας και, το χειρότερο, θέλει να κάνουμε ΠΑΡΕΑ. Α, ναι, και φέρνει δυο φορές και από μισό κιλό σοροπιαστά γιατί δε θέλει να κάνει κατάχρηση της φιλοξενίας - λέει. Τεσπά, επειδή όλα τα ωραία σ' αυτή τη ζωή κάποτε τελειώνουν, έρχεται η στιγμή που μας ανακοινώνει ότι δυστυχώς πρέπει να φύγει. Οπότε και εμείς, ως οι τέλειοι οικοδεσπότες ετοιμάζουμε ένα δείπνο μπιζού - και αυτό το τελευταίο φαγητό που σηματοδοτεί τη λήξη του μαρτυρίου είναι ακριβώς το σιχτίρ πιλάφι. Και ελπίζουμε ότι όποιος το τρώει δεν ξαναπερνάει ποτέ το κατώφλι του σπιτιού μας.

Πέραν των ανεπιθύμητων φιλοξενούμενων, η έκφραση ευρύτερα σημαίνει το ξεπροβόδισμα οποιουδήποτε ανεπιθύμητου/-ης, είτε γκόμενας/-ου, είτε του μαλάκα που μας έχει γίνει στενός κορσές.

Συγγενείς έννοιες: αι σιχτίρ, σιχτίρι, χυλόπιτα, πόρτα

  1. - Τι κάνει η πεθερούλα σου, Θανασάκη; Ακόμα την έχετε;
    - Άσε μεγάλε, έναν μήνα, αλλά φεύγει αύριο. Θες νά 'ρθεις απ' το σπίτι για το σιχτίρ πιλάφι; Σαμπάνιες θ' ανοίξουμε.

  2. Δεν έχω μούτρα ρε να πάω να ζητήσω εξυπηρέτηση. Την τελευταία φορά που τον είδα αρπαχτήκαμε και μου 'ριξε ένα σιχτίρ πιλάφι άλλο πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψη μαραμένη και ελεεινή. Φάτσα για κλάμματα, απορρύθμιση των άκρων, σχεδόν πλήρης αδυναμία κίνησης και άρθρωσης - όλα αυτά συνέπεια κούρασης και αϋπνίας, είδικά όταν το ξενύχτι συνοδεύεται από πολλά τσιγάρα και ξύδια.

Συγγενείς έννοιες: σαν τον πούτσο μου ξενύχτη, σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

- Καλά ρε μαλάκα, τι φάτσα είν' αυτή; Σαν κλασμένο μαρούλι είσαι πάλι.
- Μμμμμμ ... δε κοιμήθηκα .... πφπφπφπφ ..... πόκα ... τριαντάεξι ώρες .... έμπλεξα ...
- Άντε ρε για ύπνο, δε βλέπεις μπροστά σου, ρε μαλάκα, δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ... θες ταξί;
- Νννναί ... πατσά, όμως, πρώτα ... θα στανιάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified